Σύνδρομο Μινχάουζεν και Σύνδρομο Μινχάουζεν δια Αντιπροσώπου: Ανάλυση

της Αγγελικής Καρδαρά.

Συνέντευξη με την Εγκληματολόγο, Ψυχολόγο και Ψυχοθεραπεύτρια, Όλγα Τζουραμάνη.

«Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να προκαλεί κακό στον εαυτό του;», «Είναι δυνατόν ένας γονιός να προκαλεί σκόπιμα ασθένεια στο παιδί του;», «Πώς σκιαγραφείται το ψυχο-εγκληματικό προφίλ των ανθρώπων που προσπαθούν να καταστήσουν ασθενή έναν συνάνθρωπό τους, ένα πολύ δικό τους πρόσωπο, όπως το παιδί τους;», αποτελούν ορισμένα καίρια ερωτήματα που προβληματίζουν διαχρονικά τις κοινωνίες και απασχολούν εντόνως την επιστημονική κοινότητα, αλλά και ευρύτερα τα μέλη των κοινωνιών. Τα συγκεκριμένα και άλλα κρίσιμης σημασίας ερωτήματα επιχειρούμε να διερευνήσουμε με την πολύτιμη επιστημονική συμβολή της κ. Όλγας Τζουραμάνη, Εγκληματολόγου, Ψυχολόγου και Ψυχοθεραπεύτριας, Δρος Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής και Λέκτορα στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας στην Κύπρο, η οποία έχει ασχοληθεί επισταμένως με το θέμα στο πλαίσιο των ερευνητικών και ακαδημαϊκών της δραστηριοτήτων. Στη συνέντευξη που ακολουθεί φωτίζονται πολύ σημαντικές πτυχές του Συνδρόμου Μινχάουζεν (Munchausen Syndrome) και του Συνδρόμου Μινχάουζεν δια Αντιπροσώπου (Munchausen Syndrome by Proxy). Ειδικότερα το ερευνητικό μας ενδιαφέρον εστιάζεται στους ορισμούς των δύο Συνδρόμων και στις διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, στους παράγοντες που δύναται να συμβάλλουν στην ανάπτυξη των εν λόγω συνδρόμων, στο προφίλ των ατόμων και τα κίνητρά τους, καθώς και στη διάγνωση, αντιμετώπιση και θεραπεία τους.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

  • Κυρία Τζουραμάνη, πώς ορίζεται το «Σύνδρομο Μινχάουζεν»;

Αρχικά να αναφερθεί πως το Σύνδρομο Μινχάουζεν (Munchausen Syndrome), περιγράφηκε με ακρίβεια ως νοσολογική οντότητα από τον Richard Ascher (1951), ο οποίος ήταν ιατρός, αιματολόγος και ενδοκρινολόγος, στην προσπάθειά του να περιγράψει ασθενείς που επιθυμούσαν να εισαχθούν σε νοσοκομεία με εμφανείς οξείες ασθένειες και δραματικό ιατρικό ιστορικό (Murray, 1997). Το όνομα του συνδρόμου προέρχεται από τον Βαρόνο Φον Μινχάουζεν, πρωταγωνιστή του πασίγνωστου βιβλίου του Ροδόλφου Ράσπε, το 1785, ο οποίος, αφότου επέστρεψε από τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1768-1774), άρχισε να διηγείται φανταστικές περιπέτειες, διανθισμένες με απίθανες υπερβολές, με σκοπό να προκαλέσει τον θαυμασμό των ατόμων. Όμως ασθενείς, οι οποίοι από πρόθεση υποκρίνονταν (μιμούνταν) μία νόσο, είχαν αναγνωριστεί ήδη από τον 2ο αιώνα μ.Χ.

Στην Ψυχοπαθολογία ως Σύνδρομο Μινχάουζεν ορίζεται η «πλασματική» κατάσταση ασθενείας (Factitious disorder), η προκαλούμενη ή προσποιούμενη από το ίδιο το άτομο προς τον εαυτό του, που σκοπό έχει να αποκτήσει την προσοχή, διαβεβαίωση, συμπάθεια και ενασχόληση των γύρων του με τον ίδιο (Kinns, Housley & Freedman, 2013 ; Aadil et al., 2017)

Για τη διάγνωση της διαταραχής απαιτούνται τα παρακάτω κριτήρια, τα οποία αναφέρονται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5) και στη Διεθνή Στατιστική Ταξινόμηση Νόσων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας (ICD-10):

  • Συνειδητή παραποίηση φυσικών ή ψυχολογικών σημείων ή συμπτωμάτων ή πρόκληση τραυματισμού ή ασθένειας.
  • Το άτομο παρουσιάζει τον εαυτό του ως ασθενή στους άλλους.
  • Η συμπεριφορά εξαπάτησης είναι εμφανής, εν απουσία εξωτερικών κινήτρων, όπως οικονομικό όφελος, αποφυγή νομικών κυρώσεων κλπ.
  • Η συμπεριφορά αυτή δεν εξηγείται καλύτερα από κάποια άλλη ψυχική διαταραχή.
  • Υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά/κριτήρια βάσει των οποίων ένας ειδικός μπορεί να κάνει τη διάγνωση του εν λόγου Συνδρόμου;

Σύμφωνα με τους Aadil et al. (2017), τα τυπικά χαρακτηριστικά που πρέπει να ωθήσουν τον ειδικό να συμπεριλάβει το Σύνδρομο Μινχάουζεν στη διάγνωση, περιλαμβάνουν:

  • Μη ανταπόκριση στη θεραπεία.
  • Μη αναμενόμενα συμπτώματα.
  • Την επανειλημμένη επίσκεψη στην κλινική/στο νοσοκομείο με παρόμοια παράπονα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
  • Επιδείνωση των συμπτωμάτων εν όψει εξιτηρίου. Στο νοσοκομείο τα άτομα είναι ικανά να σαμποτάρουν τη θεραπεία τραβώντας ράμματα κλπ.
  • Τη λήψη υπερβολικής ποσότητας φαρμάκων, ναρκωτικών ουσιών για να προκληθούν παρενέργειες.
  • Εξαφάνιση των συμπτωμάτων αμέσως μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο.
  • Στενές σχέσεις με άλλους ασθενείς και το προσωπικό.
  • Εμφάνιση συμπτωμάτων παρόμοιων με άλλων ασθενών.
  • Ψευδή αναφορά σε σωματικές ή ψυχικές διαταραχές που δεν πιστοποιούνται.

Κάποιες από τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι ασθενείς:

  • Λαθραία χρήση φαρμακευτικών ουσιών.
  • Εισαγωγή μολυσμένων ουσιών στο σώμα, κατάποση γυαλιού κλπ.
  • Αυτό-προκαλούμενες πληγές ή κακώσεις.
  • Δραματικό, αντιφατικό και ψευδές ιατρικό ιστορικό.
  • Αλλοίωση θερμομετρικών ενδείξεων.

Σημαντική είναι η εκτεταμένη γνώση νοσοκομειακής/ιατρικής ορολογίας, οι υποτροπές μετά από θεραπεία, το ιστορικό αναζήτησης θεραπείας σε πολυάριθμα νοσοκομεία (η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τη χρήση ψεύτικου ονόματος) και η μεγάλη προθυμία για ιατρικά τεστ, διαδικασίες και εγχειρήσεις από πλευράς του ατόμου.

  • Τα συμπτώματα ασθενείας είναι πάντα προσποιούμενα στο Σύνδρομο Μινχάουζεν ή μπορεί να υπάρξει μία πραγματική επιδείνωση της κλινικής εικόνας του ασθενούς στην πορεία;

Στο Σύνδρομο Μινχάουζεν μπορεί τα συμπτώματα ασθενείας αρχικά να είναι προσποιούμενα, αλλά σε προχωρημένα στάδια του Συνδρόμου τα προξενεί το ίδιο το άτομο στον εαυτό του. Σταθερός στόχος τους είναι να φαίνονται μονίμως ασθενείς. Στην περίπτωση που ο ιατρός κάνει διάγνωση ότι είναι υγιείς, πράγμα απολύτως φυσιολογικό να συμβεί άλλωστε, φυσικά δεν αποδέχονται τη διάγνωση, θεωρούν τον συγκεκριμένο ιατρό «τσαρλατάνο», και θα απευθυνθούν άμεσα σε άλλους ιατρούς μέχρι να βρουν κάποιον που θα τους πει τη διάγνωση που θέλουν να ακούσουν.

  • Πότε τοποθετείται χρονικά ή έναρξη του Συνδρόμου; Μία ακόμα σημαντική ερώτηση, υπάρχει περίπτωση να οδηγηθούμε σε λανθασμένη ταύτιση με κάποια άλλη ασθένεια;

Η έναρξη του Συνδρόμου τοποθετείται χρονικά στα πρώτα χρόνια της εφηβείας. Οι ασθενείς παρουσιάζονται συνήθως με σωματικά συμπτώματα όπως κοιλιακό άλγος, ίλιγγος, ναυτία, πυρετό αγνώστου αιτιολογίας κλπ., ενώ είναι ενδελεχώς ενημερωμένοι για την κλινική εικόνα της ασθένειας που προσποιούνται. Να σημειωθεί πως η ποικιλία των συμπτωμάτων που παρουσιάζουν είναι μεγάλη και εξαρτάται από τις προσωπικές εμπειρίες του κάθε ατόμου. Να αναφερθεί, επίσης, πως σε περιπτώσεις όπου οι ασθενείς υποδύονται ψυχικές ασθένειες, η διάγνωση είναι ακόμα πιο δυσχερής. Ως προς το δεύτερο ερώτημά σας, ναι, μπορεί. Θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας, γιατί πολύ συχνά τη συγκεκριμένη διαταραχή την μπερδεύουμε με την Υποχονδρίαση. Στην πρώτη περίπτωση όμως η προσπάθεια ενός ατόμου να τραβήξει την προσοχή δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά στους γιατρούς, αλλά σε όλους τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Επιπλέον, τα άτομα γνωρίζουν πως υπερβάλλουν (γίνονται κατά συνέπεια, συνειδητές πράξεις). Αντιθέτως ένας ασθενής με Υποχονδρίαση, πιστεύει πραγματικά ότι έχει κάποια ασθένεια και δεν ενδιαφέρεται σχεδόν καθόλου για το πώς αντιμετωπίζουν οι άλλοι τις ‘ασθένειές’ του, αρκεί να βρίσκεται όσο το δυνατόν «εντός» υποστηρικτικού δικτύου ιατρών των οποίων και επιθυμεί τη συνεχή προσοχή τους.

  • Θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους παράγοντες που οδηγούν στην ανάπτυξη του Συνδρόμου, καθώς και τα κίνητρα του ατόμου;

Τα αίτια του συνδρόμου δεν έχουν πλήρως αποσαφηνιστεί, εντούτοις, τόσο βιολογικοί όσο και ψυχολογικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στην ανάπτυξή του και περιλαμβάνουν συγκεκριμένες καταστάσεις. Πιο συγκεκριμένα:

  • Έκθεση του ατόμου από μικρή ηλικία στη φροντίδα κάποιου συγγενικού μέλους με χρόνια ασθένεια.
  • Σεξουαλική κακοποίηση σε μικρή ηλικία ή άλλου είδους ψυχικό τραύμα.
  • Ιστορικό κακοποίησης ή παραμέλησης στα παιδικά χρόνια, εγκατάλειψη από γονείς ή άλλα αγαπημένα πρόσωπα, απώλεια αγαπημένου προσώπου.
  • Ασθένεια στην παιδική ηλικία η οποία είχε ως αποτέλεσμα την υπερβολική ιατρική παρακολούθηση.
  • Διαταραχή προσωπικότητας.
  • Χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Το έως τώρα σίγουρο είναι ότι:

  • Το κίνητρο του ασθενούς είναι να υποκριθεί τον ρόλο ενός άρρωστου ανθρώπου.
  • Δεν υπάρχουν εξωτερικά μοτίβα (π.χ. χρηματικά κίνητρα) τα οποία να ερμηνεύουν τη συμπεριφορά, δεν αποσκοπούν δηλαδή σε υλικά οφέλη, αλλά έχουν να κάνουν με μία εσωτερική ανάγκη του ατόμου, να τραβάει την προσοχή και τον οίκτο των άλλων ανθρώπων ώστε να γίνει η σύνδεση με έναν νοσηρό τρόπο μέσω του οίκτου.
  • Το άτομο γνωρίζει ότι λέει ψέματα, αλλά δεν γνωρίζει τον λόγο για τον οποίο τα λέει (π.χ. να αποκομίσει ιατρική φροντίδα), πράγμα διαφορετικό από την Υπόκριση (αναμένει ένα συγκεκριμένο όφελος π.χ. ιατρική γνωμάτευση για να αποφύγει την ποινική δίωξη).

Η πλησιέστερη εξήγηση είναι ότι αυτοί οι ασθενείς έχουν μία συναισθηματικά στερημένη παιδική ηλικία όπου η ανάγκη τους για φροντίδα συνδέεται με τη θεραπεία. Όπως υποστηρίζει και η πρόσφατη βιβλιογραφία (Weber et al.,2020), μέσα από την «κατασκευή» μίας ιατρικής ασθένειας, τα άτομα είναι σε θέση να λάβουν την προσοχή και τη φροντίδα που μπορεί να μην είχαν στο οικείο περιβάλλον τους. Είναι σημαντικό να αναφερθεί, πως από τους ελάχιστους ασθενείς που έχουν αποδεχτεί τη διάγνωση αυτή, σχεδόν όλες τις φορές αναφέρουν ότι πρόθεσή τους ήταν η δημιουργία μίας αίσθησης σπουδαιότητας και ένα μέρος του «ανήκειν».

Βασικό κίνητρο είναι η προσοχή των ατόμων του φιλικού και συγγενικού περιβάλλοντος, καθώς και του ιατρικού προσωπικού, με στόχο την κάλυψη εσωτερικών κενών του ιδίου.

  • Μπορεί να προσδιοριστεί ο ακριβής αριθμός των ατόμων με Σύνδρομο Μινχάουζεν;

Είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί ο ακριβής αριθμός των ατόμων με Σύνδρομο Μινχάουζεν. Ο λόγος είναι πως η πλειοψηφία των ασθενών αρνούνται τη διάγνωση, ενώ πολλοί γίνονται εχθρικοί. Παρ’ όλα αυτά, έχει γίνει καταγραφή κάποιων χαρακτηριστικών. Ειδικότερα:  Έχουν καταγραφεί αυξημένα ποσοστά του συνδρόμου στο γυναικείο φύλο και σε άτομα των οποίων η εργασία σχετίζεται με την υγειονομική περίθαλψη. Είναι συχνό φαινόμενο σε ασθενείς με οριακά χαρακτηριστικά ή διαταραχές προσωπικότητας και με ιστορικό σεξουαλικής κακοποίησης. Όπως είναι κατανοητό, στην πλειονότητα των ατόμων, τα συμπτώματα της ασθένειας που παρουσιάζουν είναι δύσκολο να επιβεβαιωθούν με εργαστηριακές ή ακτινογραφικές εξετάσεις. Ο ασθενής σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί να υπερηφανεύεται ότι αποτελεί ένα «ιατρικό μυστήριο» και έτσι να μπερδεύει τους γιατρούς. Γι’ αυτό είναι χρήσιμο να δίνεται προσοχή σε τυχόν ασυνέπειες που υπάρχουν, όπως αντικειμενικά ευρήματα εργαστηριακών και φυσικών εξετάσεων που δεν ταιριάζουν με τα υποτιθέμενα συμπτώματα που παρουσιάζει το άτομο.

Ποια είναι η σοβαρότερη μορφή που δύναται να λάβει το εν λόγω Σύνδρομο;

Η σοβαρότερη και άκρως επικίνδυνη μορφή του Συνδρόμου είναι το Σύνδρομο Μινχάουζεν δια Αντιπροσώπου / Munchausen Syndrome by Proxy (στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-V) περιγράφεται ως: «Πλασματική διαταραχή επιβαλλόμενη σε άλλον»), το οποίο συναντάμε έντονα στη Δικαστική Ψυχολογία, ενώ έχει απασχολήσει τόσο την Ιατρική, τη Νομική και την Εγκληματολογία. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τη δυσκολία στη διάγνωση, η συγκεκριμένη διαταραχή αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις δολοφονική απόπειρα, καθώς τα ποσοστά θνησιμότητας κυμαίνονται μεταξύ 6% και 22% (Rosenberg, 1987 ; Faedda et al., 2018).

Ουσιαστικά, είναι μία κλινική διαταραχή στην οποία συνήθως ο κύριος φροντιστής επινοεί ιατρικό ιστορικό ή σημάδια ή ακόμα και προξενεί ασθένεια σ’ ένα πρόσωπο το οποίο βρίσκεται υπό την φροντίδα του, όπως ένα παιδί, ένας ηλικιωμένος ενήλικος ή ένα άτομο με αναπηρία και στη συνέχεια αναζητεί βοήθεια από τις μονάδες υγείας. Όπως είναι κατανοητό, η επικινδυνότητα του συνδρόμου έγκειται στο γεγονός ότι ο ασθενής μέσω πρόκλησης κακώσεων, χορήγησης τοξικών ουσιών και γενικότερα μέσω νοσηρών συνηθειών, προκαλεί όντως σοβαρή ασθένεια στο θύμα η οποία μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στον θάνατο.

Επειδή ο δράστης είναι υπεράνω υποψίας, η διάγνωση του συνδρόμου καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη και προϋποθέτει υψηλό δείκτη υποψίας από την πλευρά του ιατρού ή/και του νοσηλευτικού προσωπικού.

  • Πώς θα μπορούσαμε να σκιαγραφήσουμε το ψυχο-εγκληματικό προφίλ των ατόμων αυτών;

Όταν αναφερόμαστε σε προφίλ, πρέπει πάντα να προσέχουμε ιδιαιτέρως. Για τον λόγο αυτό, σας παραθέτω σχετική βιβλιογραφία.

Η διαταραχή αυτή αφορά ως επί το πλείστον γυναίκες (Burton et al., 2015) που προκαλούν ασθένεια, εάν είναι μητέρες, στα παιδιά τους (94%-99%), ενώ αν δεν είναι, σε ανήμπορα άτομα, ηλικιωμένους, βαριά ασθενείς, παιδιά και βρέφη (Yates & Feldman, 2016). Συχνά, η βιβλιογραφία υποστηρίζει πως οι γυναίκες αυτές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή εκπαίδευση στο πεδίο της ιατρικής ή ασκούν κάποιο παραϊατρικό επάγγελμα, για παράδειγμα νοσηλεύτριες, ώστε να έχουν και διόδους πρόσβασης σε άτομα-θύματα. Συχνά, τα άτομα αυτά έχουν διαγνωστεί με κατάθλιψη ή διαταραχές προσωπικότητας, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις εμπλέκονται σιωπηρά και αλλά μέλη της οικογένειας, ως ηθικοί αυτουργοί. Γενικά, έχουν ανύπαρκτη αυτοεκτίμηση και μέσα από τον «έλεγχο της ζωής» που ασκούν στα θύματά τους, λαμβάνουν την αυτοεκτίμηση που χρειάζονται αφού πλέον νιώθουν δυνατές που εξαρτάται η ζωή κάποιου από τις ίδιες. Τέλος, έχουν συχνά την αδήριτη ανάγκη να παρουσιάζονται στον ρόλο του «αγγέλου του ελέους».

Αξίζει να αναφερθεί και μία σπάνια έρευνα των Feldman et al., (2002), οι οποίοι συγκέντρωσαν 122 περιπτώσεις από 59 άρθρα, 24 διαφορετικών χωρών για να περιγράψουν το Munchausen Syndrome by Proxy (MSbP). Σε αυτή την έρευνα παρουσιάζεται ως συνήθης δράστης με το μεγαλύτερο ποσοστό, για άλλη μία φορά, η μητέρα. Σχετικά με την ηλικία του θύματος οι πιο κοινές ηλικίες ήταν οι εξής: Έως 3 ετών με ποσοστό 26%, από 3 έως 13 ετών με ποσοστό 52%, άνω των 13 ετών με ποσοστό 13%, ενήλικες με ποσοστό 9%. Ακόμη όσον αφορά το φύλο το 54% αφορούσε αγόρια ενώ το 46% ήταν κορίτσια. Ένα επιπλέον στοιχείο ήταν ότι σε 4 περιπτώσεις κακοποιούνταν πάνω από ένα παιδί σε κάθε οικογένεια.

Αρχικά, τα άτομα αυτά παρουσιάζονται ως στοργικά, ενώ το θύμα, στις περιπτώσεις των παιδιών, μπορεί να είναι σχολικής ή προσχολικής ηλικίας, αν και η θυματοποίηση μπορεί να συνεχιστεί και στην εφηβεία, ενώ ο πατέρας συνήθως δεν είναι αναμεμειγμένος αλλά εμφανίζεται ως απόμακρος, συναισθηματικά ψυχρός και ανίσχυρος. Παίζει παθητικό ρόλο στο Σύνδρομο όντας συχνά απών από το σπίτι και σπάνια επισκέπτεται το παιδί που νοσηλεύεται.

Ωστόσο, υπάρχει καταγραφή και δραστών (σε περίπου 7% των περιπτώσεων), οι οποίοι είναι θετοί γονείς, ανάδοχοι γονείς αλλά και έτεροι συγγενείς ή φροντιστές, συμπεριλαμβανομένων νοσηλευτών ή νταντάδων (Criddle, 2010 ; APΑ, 2013 ; Arlington, Yates & Bass, 2017). Συνήθως, στις περιπτώσεις των γονέων, ποσοστό περίπου 25% παρουσιάζει το Σύνδρομο και στην πρώτη του μορφή (χρήση παθολογίας ή συμπτωμάτων για τους ίδιους, την οποία προβάλουν και στο παιδί) (Rosenberg, 1987).

Η συμπεριφορά του φροντιστή ή οποία μπορεί να χαρακτηριστεί και εμμονική, σχετίζεται με προσωπικές ανικανοποίητες ψυχολογικές ανάγκες, αναζήτηση νοήματος της ζωής μέσω της απόλυτης εξάρτησης του θύματος, της επίδειξης ιατρικών γνώσεων και της χειραγώγησης των ανθρώπων. Όπως είναι φυσικό, η εικόνα του αφοσιωμένου φροντιστή γεννά τη συμπάθεια και τραβά την προσοχή που ο ίδιος θέλει να κατέχει.

Το φάσμα των μεθόδων που έχουν καταγραφεί κυμαίνεται από δηλητηρίαση, αιμορραγία, μολύνσεις, ενώ η ηπιότερη μορφή του συνδρόμου συνίσταται στην απλή επινόηση συμπτωμάτων όπως η άπνοια και η αταξία. Στην περίπτωση που αυτό δεν προκαλέσει αρκετά το ενδιαφέρον του ιατρικού προσωπικού, η παρέμβαση θα κλιμακωθεί.

  • Ποια είναι τα κίνητρα που θα μπορούσαν να εντοπιστούν πίσω από το Σύνδρομο Μινχάουζεν δια Αντιπροσώπου;

Το βασικό κίνητρο στο Σύνδρομο αυτό, σε αντίθεση με τις διαταραχές προσποίησης στις οποίες το κίνητρο είναι οικονομικό ή υλικό, είναι η συμπάθεια και η θετική προσοχή που εισπράττει το άτομο από το υγειονομικό προσωπικό και το προσωπικό κοινωνικής φροντίδας ή από άλλες οικογένειες, έχοντας τον τίτλο του «αφοσιωμένου φροντιστή». Επιπλέον κίνητρα μπορεί να είναι η επίδειξη των ιατρικών του γνώσεων και η χειραγώγηση «σημαντικών» ανθρώπων, η αποφυγή άλλων ευθυνών στη ζωή, καθώς κανείς δεν προσδοκά πολλά για παράδειγμα, από μία αφοσιωμένη σε ένα άρρωστο παιδί μητέρα, ο σκοπός να κάνουν κάτι καλό και σημαντικό, η επιστροφή ενός αδιάφορου συζύγου και η κοινωνική ζωή που αναπτύσσουν όντας μέλη της «οικογένειας» του νοσοκομείου (Criddle, 2010).

  • Θα είχε ενδιαφέρον στο σημείο αυτό να μας αναφέρετε κάποια περιστατικά που έχουν απασχολήσει την επιστημονική κοινότητα, τα ΜΜΕ και κατ’ επέκταση το ευρύ κοινό, ώστε να αποκτήσουμε μία πληρέστερη εικόνα των πολύ σοβαρών αυτών υποθέσεων. 

Η ακραία μορφή του Συνδρόμου, αφορά την περίπτωση της 34χρόνης μητέρας από την Αμερική, η οποία υπέβαλλε τον 8 ετών γιο της σε 13 επεμβάσεις χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, προκαλώντας του τεχνητές μολύνσεις και αδυναμία και πείθοντας ακόμα και το δικαστήριο να αποκλείσει τον πατέρα από το να βλέπει το παιδί, κόβοντας έτσι κάθε ελπίδα σωτηρίας του παιδιού. Χρειάστηκαν χρόνια έως ότου το ιατρικό προσωπικό καταλάβει ότι κάτι άλλο συμβαίνει και έως ότου ειδοποιηθούν οι αρχές, και συλληφθεί η μητέρα.

Ένα άλλο περιστατικό, αφορά μία μητέρα η οποία μετέφερε δικό της αίμα στο δείγμα ούρων του παιδιού της, το οποίο σε ηλικία 6 ετών είχε ήδη υποβληθεί σε μακρά σειρά εξετάσεων και λήψη φαρμάκων. Τελικά, ανακαλύφθηκε ότι τα μη φυσιολογικά δείγματα ήταν αυτά τα οποία σε κάποια στιγμή της διαδικασίας είχαν αφεθεί χωρίς επιτήρηση, παρουσία της μητέρας.

Επίσης, ένα μωρό υπέφερε από επαναλαμβανόμενες κρίσεις υπερνατριαιμίας από την ηλικία των έξι εβδομάδων και τα αποτελέσματα των εξετάσεων έδειχναν υψηλές τιμές συγκέντρωσης νατρίου. Κατόπιν, πολλαπλών εισαγωγών σε νοσοκομεία, διαπιστώθηκε ότι οι εξετάσεις του ήταν φυσιολογικές, ενώ οι κρίσεις συνέβαιναν μόνο στο σπίτι.  Έρευνες απέδειξαν ότι η μητέρα ανάγκαζε το έμβρυο να καταπιεί μεγάλες ποσότητες αλατιού, καθώς υπήρξε η ίδια νοσηλεύτρια και ήταν εξοικειωμένη με τη χρήση σωλήνων τροφοδοσίας. Τελικά, το έμβρυο κατέληξε και η μητέρα αυτοκτόνησε.

Μία ακόμα πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή περίπτωσης συνδρόμου Munchausen Syndrome by Proxy σε κορίτσι ηλικίας 4 ετών είναι η εξής: https://www.iatrikionline.gr/Deltio_54b_2007/06.pdf

Να αναφερθεί πως έχουν σημειωθεί και αρκετές περιπτώσεις γυναικών Serial killers που έχουν το συγκεκριμένο Σύνδρομο. Σπάνια σταματούν σε ένα θύμα, γιατί σπάνια επικεντρώνονται σε ένα μόνο θύμα. Ένα διαβόητο παράδειγμα αποτελεί η Beverley Allitt, η οποία αρχικά εμφανιζόταν τακτικά στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν, ως θύμα, δημιουργώντας η ίδια τραύματα από πέτρα στο χέρι της (και όχι μόνο). Η Beverley Allitt επίσης ανήκει στην κατηγορία που ονομάζουμε στην Εγκληματολογία «Άγγελοι του Θανάτου». Εργαζόταν σε κλινική της Αγγλίας, ως παιδιατρική νοσηλεύτρια, και κατηγορήθηκε για 4 ανθρωποκτονίες παιδιών, 3 απόπειρες ανθρωποκτονίας και 6 βαριές σωματικές βλάβες (Beverley Allitt | Murderpedia, the encyclopedia of murderers).

  • Ένα πολύ κρίσιμης σημασίας ερώτημα είναι εάν υπάρχει θεραπεία για τα Σύνδρομα που μας περιγράφετε; Ποια είναι η θεραπευτική προσέγγιση αυτών των ασθενών;

Όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, η διάγνωση των ασθενών είναι δύσκολη και αποτελεί πρόκληση, καθώς μπορεί να περάσουν χρόνια πριν κάποιος κοντινός άνθρωπος του ασθενούς ή το ιατρικό προσωπικό καταλάβει το τι συμβαίνει πραγματικά. Όπως είναι αναμενόμενο, άτομα με αυτού του τύπου διαταραχή δεν ζητούν ποτέ βοήθεια από ψυχολόγο ή ψυχίατρο, καθώς αυτό θα σήμαινε πως θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χειραγώγηση και να αποδεχτούν πως χρειάζονται βοήθεια.

Η τυπική θεραπεία στο Σύνδρομο Munchausen είναι η ψυχοθεραπεία, αν και οι περισσότεροι ασθενείς αρνούνται. Πιο συγκεκριμένα, η θεραπευτική προσέγγιση βασίζεται στην ψυχαναλυτική ή ψυχοδυναμική θεραπεία, τη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία και την οικογενειακή θεραπεία. Πολλές φορές το άτομο οδηγείται στον συνδυασμό Ψυχανάλυσης και Γνωσιακής Συμπεριφορικής Ψυχοθεραπείας, ιδιαίτερα όταν υπάρχει η υποψία ότι ένα τραύμα της παιδικής ηλικίας, είναι ο υποκινητής της διαταραχής (Weber et al., 2020).

Ειδικότερα, μέσω της δεύτερης, το άτομο θα εκπαιδευτεί ώστε να εντοπίζει μη βοηθητικές και μη ρεαλιστικές πεποιθήσεις και συμπεριφορές που μπορεί να έχει, καθώς και τρόπους αντικατάστασης των μη ρεαλιστικών πεποιθήσεων με πιο ρεαλιστικές και ισορροπημένες. Επιπλέον, θα αποκτήσει την επίγνωση για τις συναισθηματικές του ανάγκες και εκπαίδευση προσαρμοστικών μεθόδων διαχείρισης των συναισθημάτων του. Ένας ακόμη θεραπευτικός στόχος είναι η τροποποίηση της συμπεριφοράς του ατόμου και η μείωση της κατάχρησης ή της υπερβολικής χρήσης ιατρικών πόρων.

Ένας βασικός στόχος είναι η εγκαθίδρυση μίας θεραπευτικής συμμαχίας μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, βασιζόμενη στην εμπιστοσύνη. Μία «ανεκτική» στάση απέναντι στον ασθενή είναι σημαντική για τη δημιουργία αυτής της ισχυρής σχέσης.

Η φαρμακευτική αγωγή συνήθως δεν χρησιμοποιείται στη θεραπεία του Συνδρόμου, αλλά εάν το άτομο παράλληλα αντιμετωπίζει και άλλες διαταραχές και φυσικά εάν κριθεί απαραίτητο από τον ειδικό, τότε χορηγείται. Σε αυτήν την περίπτωση, το άτομο παρακολουθείται στενά, λόγω της αυξημένης πιθανότητας χρήσης αυτών των φαρμάκων για σκόπιμη πρόκληση βλάβης στον εαυτό του. Θεωρείται αυτονόητο πως οποιαδήποτε υποκείμενη ψυχιατρική διαταραχή θα πρέπει να προσδιορίζεται και να αντιμετωπίζεται αναλόγως.

Δυστυχώς, οι αναφορές για την επιτυχή θεραπεία τέτοιου είδους Συνδρόμου είναι περιορισμένες, ενώ αρκετοί ειδικοί του τομέα, συνεχίζουν να υπογραμμίζουν τη σημασία της συμμαχίας-συνεργασίας μεταξύ ιατρών και ειδικών ψυχικής υγείας προκειμένου να παρέχουν ένα ολοκληρωμένο πακέτο υποστηρικτικής φροντίδας (Aadil et al., 2017).  Η διαχείριση απαιτεί μία ομάδα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, κοινωνικούς λειτουργούς, οργανώσεις ανάδοχης φροντίδας και επιβολής του νόμου εκτός από τους παρόχους υγειονομικής περίθαλψης.

Αξίζει να αναφερθεί πως στις περιπτώσεις στις οποίες η μητέρα συλληφθεί (και το παιδί καταφέρει να κρατηθεί στη ζωή) και που συνήθως είναι και ο κύριος φροντιστής, η θεραπεία και η αποκατάσταση του παιδιού είναι αρκετά δύσκολη, καθώς θα πρέπει να καλυφθούν τα πολλαπλά τραύματα της κακοποίησης και της συνεξάρτησης που φέρουν τα παιδιά. Δεν μπορούμε να παραλείψουμε την έντονη προσκόλληση του παιδιού με τον κύριο φροντιστή του, ο οποίος παρουσιάζεται ως ο μόνος και απόλυτος σωτήρας και φυσικά σε ευάλωτα μέλη όπως είναι τα παιδιά, για τα οποία η μητέρα είναι το παν, ενσωματώνεται η νοσηρή εμπειρία ως κάτι το άκρως φυσιολογικό.

  • Ολοκληρώνοντας την πολύ ενδιαφέρουσα συζήτησή μας, κ. Τζουραμάνη θα θέλατε να κάνετε κάποιες επισημάνσεις για τη δική μας χώρα και για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να προσεγγίζονται αυτές οι υποθέσεις; Ποια είναι τα σημεία στα οποία είναι σημαντικό κατά την άποψή σας να δοθεί έμφαση από την επιστημονική κοινότητα, αλλά και από τον δημοσιογραφικό κόσμο;

Η διαταραχή αυτή, αν και στην πλειονότητα των περιστατικών που αναφέρονται στη βιβλιογραφία εμφανίζεται στο εξωτερικό, έχει εισχωρήσει και στον ‘αδύναμο’ πληθυσμό της ελληνικής κοινωνίας. Για τον ανωτέρω λόγο, η παραμέληση ή η κακομεταχείριση ενός ανθρώπου με νοητική υστέρηση, ενός ηλικιωμένου και φυσικά ενός παιδιού, θα πρέπει πάντα να διερευνάται εις βάθος.

Για να επιτευχθεί η ορθή διάγνωση απαιτείται τόσο κριτική σκέψη, όσο και εμπειρία, ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες δεν παρατηρείται κάποιο συγκεκριμένο σύμπτωμα στο παιδί μέσω ουσιών ή ιατρικών τεχνικών, αλλά μία υπέρμετρη αδυναμία του γονέα να αφήσει το παιδί να αυτονομηθεί, να προχωρήσει αναπτυξιακά χρησιμοποιώντας εκφράσεις «είναι πολύ μικρό για αυτό, δεν μπορεί» κλπ., και ειδικότερα εάν ένας ειδικός (παιδίατρος ή αναπτυξιολόγος) έχει αποφανθεί για το αντίθετο.

Επιπλέον, οι εργαζόμενοι στον χώρο της υγείας, και όχι μόνο, είναι νομικά και ηθικά υποχρεωμένοι να καταγγέλλουν κάθε υποψία κακοποίησης και να μη διαιωνίζουν την εκμετάλλευση που υφίσταται το θύμα με ατέρμονες εξετάσεις και επεμβάσεις. Ωστόσο, αποτελεί πραγματικό γεγονός ότι ο φόβος του ιατρικού προσωπικού να μην παραβλέψει κάποια οργανική αιτία αποδίδοντάς την στο Σύνδρομο, αλλά και η δυσκολία συντονισμού των ενεργειών και εξετάσεων που έχουν λάβει χώρα, ειδικά σε διαφορετικά νοσοκομεία, είναι παράγοντες αποτρεπτικοί μίας έγκαιρης διάγνωσης. Σε κάθε περίπτωση, όταν συντρέχουν λόγοι υποψίας και αναγνώριση κάποιων χαρακτηριστικών, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο ύπαρξης του Συνδρόμου αυτού.

Όσον αφορά τον δημοσιογραφικό κόσμο, αξίζει να τονιστεί για άλλη μία φορά η ανάγκη τήρησης της δεοντολογίας. Τα ΜΜΕ οφείλουν να αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους περιστατικά με κοινωνική ευαισθησία και με σεβασμό. Η λανθασμένη υπερ-προβολή του εγκλήματος, η επεξεργασία, αλλά και η αξιολόγησή του, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αντίληψης στο κοινό και πολλές φορές αυξάνεται η υιοθέτηση ακόμα και επιθετικών στάσεων και αξιών. Τα ΜΜΕ πρέπει να παραμένουν εντός του πλαισίου του ρόλου τους και να ενημερώνουν με τεκμηρίωση το κοινό.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  • Aadil, M., Faraz, A., Anwar, M. J., Shoaib, M., Nasir, U., & Akhlaq, S. A. (2017). A case of munchausen syndrome presenting with hematemesis: A case report. Cureus. https://doi.org/10.7759/cureus.1348
  • American Psychiatric Association. (2013). Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (5th ed.).
  • Arlington, V,A,. Yates, G., & Bass, C. (2017). The perpetrators of medical child abuse (Munchausen Syndrome by Proxy)–A systematic review of 796 cases. Child abuse & neglect, 72, 45-53.
  • Asher R., (1951). “Munchausen’s syndrome”, Lancet, 1(6):339–41.
  • Burton, M,C., Warren, M,B.  Lapid, M,I., Bostwick, J,M., (2015). Munchausen Syndrome by Adult Proxy: A Review of the Literature, Journal of Hospital Medicine, 10(1).
  • Criddle, L. (2010). Monsters in the Closet: Munchausen Syndrome by Proxy, Critical Care Nurse, 30(6).
  • Faedda, N., Baglioni, V., Natalucci, G., Ardizzone, I., Camuffo, M., Cerutti, R., & Guidetti, V. (2018). Don’t judge a book by its cover: Factitious disorder imposed on children-report on 2 cases. Frontiers in pediatrics, 6, 110.
  • Fraser, M. J. (2008). A mother’s investment in maintaining illness in her child: A perversion of mothering and of women’s role of ‘caring’. Journal of Social Work Practice, 22 (2), pp. 169-180.
  • Meadow, R., Lennert, T,. (1984). Munchausen by Proxy or Polle Syndrome: Which Term Is Correct? Pediatrics, 74(4)554–6.
  • Morrell, B., & Tilley, D.S. (2012). The role of non perpetrating fathers in Munchausen Syndrome by Proxy: A review of the literature. Journal of Pediatric Nursing, 27, pp. 328-335.
  • Murray, J. B. (1997). Munchausen syndrome/munchausen syndrome by proxy. The Journal of Psychology, 131(3), 343–352. https://doi.org/10.1080/00223989709603520
  • Sanders, M. J., & Bursch, B. (2002). Forensic assessment of illness falsification, Munchausen by proxy, and factitious disorder, NOS. Child Maltreatment, 7(2), pp. 112-124.
  • Sheridan, M. S. (2003). The deceit continues: an updated literature review of Munchausen Syndrome by Proxy. Child Abuse and Neglect, 27(4), pp. 431-451.
  • Stirling, J. (2007). Beyond Munchausen syndrome by proxy: identification and treatment of child abuse in a medical setting. Pediatrics,119(5):1026–30.
  • Weber, B., Gokarakonda, S,B., Doyle, M,Q. (2020). Munchausen Syndrome. In: StatPearls. StatPearls Publishing, Treasure Island (FL), PMID: 30085541.
  • Yates, G. P., & Feldman, M. D. (2016). Factitious disorder: a systematic review of 455 cases in the professional literature. General hospital psychiatry, 41, 20-28.

Η Δρ. Όλγα Τζουραμάνη είναι Εγκληματολόγος, Ψυχολόγος και Ψυχοθεραπεύτρια, Διδάκτωρ Εγκληματολογίας-Σωφρονιστικής και Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας στην Κύπρο.

Όλγα Τζουραμάνη.

Είναι κάτοχος Διδακτορικού και Μεταπτυχιακού στην Εγκληματολογία, Μεταπτυχιακού στη Συνθετική Ψυχοθεραπεία και Συμβουλευτική και συνεχίζει την εκπαίδευση της και με τρίτο Μεταπτυχιακό στη Νομική με κατεύθυνση τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και Κοινωνική Δικαιοσύνη. Επιπλέον, είναι Μεταδιδακτορική ερευνήτρια, έχει Διδακτική/Εκπαιδευτική εμπειρία στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Εγκληματολογίας, στο γνωστικό αντικείμενο: «Δράστες Βίαιων και Σεξουαλικών Εγκλημάτων» και «Μέθοδοι έρευνας στην Εγκληματολογία», και στο University of Derby στο Προπτυχιακό Πρόγραμμα Ψυχολογίας, στο γνωστικό αντικείμενο της Δικαστικής Ψυχολογίας και Εγκληματολογίας κλπ. Έχει Πρακτική εμπειρία στον τομέα των Εξαρτήσεων από Ψυχοδραστικές Ουσίες, στη Θεραπεία Τραυμάτων και στη Διαχείριση του Πένθους. Παράλληλα, έχει ολοκληρώσει διάφορα προγράμματα επιμόρφωσης και επαγγελματικής εξειδίκευσης του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Δικαστική-Ψυχιατροδικαστική Ψυχολογία κλπ.)

Επιπρόσθετα, τα ερευνητικά-επιστημονικά της ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στη μελέτη των Σεξουαλικών Εγκλημάτων, την Ενδοοικογενειακή Βία, την Παιδική Διαδικτυακή Πορνογραφία και σε θέματα που άπτονται της λειτουργίας του Συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης. Είναι μέλος Διεθνών Επιστημονικών συλλόγων, είναι υπεύθυνη διοργάνωσης και έχει συμμετάσχει, ως εισηγήτρια, σε διάφορα συνέδρια, ημερίδες, συμπόσια και ακαδημαϊκά σεμινάρια, με πολλές δημοσιεύσεις (έργα και μελέτες). Είναι επιστημονική συνεργάτιδα της m-learn.gr, συνεργάτιδα-αναλύτρια της τηλεοπτικής εκπομπής «Φως στο Τούνελ» και συμμετέχει ως αναλύτρια και σε άλλες τηλεοπτικές εκπομπές (Οδηγός Καλής Ζωής). Τέλος, είναι αρθρογράφος σε έντυπες και διαδικτυακές εφημερίδες σε Ελλάδα και Κύπρο.

Φωτογραφία ανάρτησης: The Fabulous Baron Munchausen by bswise @flickr.

The following two tabs change content below.
Η Αγγελική Καρδαρά είναι Εισηγήτρια-Συγγραφέας και Εκπαιδεύτρια στο Πρόγραμμα Συμπληρωματικής εξ Αποστάσεως Εκπαίδευσης (E-Learning) του Κέντρου Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Φιλόλογος (με εξειδίκευση στη μεσαιωνική και νεοελληνική φιλολογία) και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.). Το θέμα της διδακτορικής διατριβής της, με Επιβλέποντα τον Καθηγητή Γιάννη Πανούση, αφορά τον ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας του έγκλειστου πληθυσμού. Από τον Φεβρουάριο του 2020 ανέλαβε και Επιστημονικά Υπεύθυνη του Crime & Media Lab του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος που αποτελεί Ομάδα Εργασίας για το Έγκλημα και την Απεικόνισή του στα ΜΜΕ. Έχει επάρκεια και άδεια διδασκαλίας τριών ξένων γλωσσών (αγγλικών, γαλλικών, ισπανικών). Εργάζεται στον συναρπαστικό χώρο της εκπαίδευσης, δίνει διαλέξεις και οργανώνει μαθήματα σεμιναριακού τύπου στο αντικείμενο εξειδίκευσής της «Έγκλημα & Media». Επίσης, είναι Επιστημονικά Υπεύθυνη ερευνών εγκληματολογικού, κοινωνικού και μιντιακού ενδιαφέροντος, αρθρογραφεί και συγγράφει. Έχει συγγράψει τα βιβλία: Τρομοκρατία και ΜΜΕ (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Όταν η ψυχή μιλάει (εκδόσεις Υδρόγειος), Φυλακή και Γλώσσα (εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα), Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη (εκδόσεις Παπαζήση), Σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ των εγκληματιών που απασχόλησαν τα ελληνικά ΜΜΕ (1993-2018): Criminal Profiling and Media (εκδόσεις Παπαζήση). Οι «Νέοι Παγιδευμένοι στα Παιχνίδια της Βίας: Εγκλήματα με Δράστες και Θύματα Νέους» είναι το έκτο βιβλίο της και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση.

Comments

comments

Related Posts

Comments are closed.

Recent Posts