της Αγγελικής Καρδαρά.
Θα ολοκληρώσω τα γλωσσικά θέματα που ξεκινήσαμε στο postmodern με τις συνθηματικές γλώσσες, με την αναφορά στη «γένεση» της γλώσσας του χαρακτηριζόμενου υποκόσμου και ανάλυση της argot, της slang και της cant, ώστε να γίνει κατανοητό πώς ο υπόκοσμος άρχισε να χρησιμοποιεί έναν ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας, πώς αυτός ο κώδικας εξελίχθηκε με την πάροδο των ετών και τι τελικά εκφράζει η γλώσσα του υποκόσμου. Αυτό που θα ήθελα εξαρχής να επισημάνω είναι ότι η γλώσσα του υποκόσμου γνώρισε τεράστια διάδοση ακόμα και μεταξύ των μελών της ευρύτερης κοινωνίας που δεν εμπλέκονταν σε παράνομες δραστηριότητες. Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκε από τους πιο γνωστούς εκφραστές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τα πώς και τα γιατί θα τα δούμε ακολούθως.
α) Γαλλία και argot
Η πρώτη αναφορά στη γλώσσα του υποκόσμου σημειώνεται σε γαλλικά κείμενα του 13ου αιώνα, όπου χρησιμοποιείται ο όρος jargon για να προσδιορίσει το γλωσσικό κώδικα που χρησιμοποιούν κοινωνικά περιθωριοποιημένες ομάδες. Μάλιστα, σε αρκετά έργα, όπως το Le Jeu de Saint Nicolas του Jean Bodel, απαντώνται λέξεις που προσιδιάζουν σε ένα ειδικό λεξιλόγιο, το οποίο ξεφεύγει από τα όρια της θεσμικά καθιερωμένης γλώσσας.
Ωστόσο, η πρώτη επίσημη διαπίστωση για την ύπαρξη της γλώσσας του υποκόσμου έλαβε χώρα στην περίφημη δίκη των μελών της συμμορίας των Coquillards, το 1455 στη Dijon. Τα συγκεκριμένα άτομα εμπλέκονταν σε πληθώρα μη νόμιμων δραστηριοτήτων, καθώς ήταν κλέφτες, χαρτοκλέφτες και παραχαράκτες. Στη δίκη εξακριβώθηκε ότι χρησιμοποιούσαν 200 συνθηματικές λέξεις για να συνεννοούνται μεταξύ τους χωρίς να τους καταλαβαίνουν οι τρίτοι.
Αναμφίβολα, η δίκη των Coquillards διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο για τη διάδοση της γλώσσας του υποκόσμου. Είναι άξιο επισημάνσεως ότι από την περίοδο της δίκης και μετά άρχισε να χρησιμοποιείται στη Γαλλία ο νέος όρος, argot, που δήλωνε τη συντεχνία των κακοποιών και των ζητιάνων. Παράλληλα, ήταν σε χρήση και ο όρος argotier που δήλωνε το ζητιάνο. Συνεπώς, οι δημιουργούμενες έννοιες σκοπό είχαν να προσδιορίσουν ομάδες του υποκόσμου (κακοποιούς) και του περιθωρίου (ζητιάνους). Σταδιακά, η λέξη argot απέκτησε μία νέα σημασία που αφορούσε καθαρά τη γλώσσα. Ειδικότερα, χρησιμοποιήθηκε για να ορίσει τη γλώσσα που μιλούσαν τα μέλη του υποκόσμου και του κοινωνικού περιθωρίου –κατά κύριο λόγο οι κακοποιοί και οι ζητιάνοι- της οποίας κύριο χαρακτηριστικό ήταν ότι έπρεπε να μείνει μυστική. Η ταύτιση της αργκό με τη γλώσσα του υποκόσμου σύντομα εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη Γαλλία αλλά και εκτός των συνόρων της χώρας. Προκαλεί εντύπωση ότι αυτή η ταύτιση καταγράφεται ακόμα και στα πιο έγκριτα γαλλικά λεξικά.
Τέλος, ένα ακόμα στοιχείο που ενισχύει την άποψη ότι στη Γαλλία η γλώσσα του υποκόσμου άσκησε εντονότατες επιδράσεις στην ευρύτερη κοινωνία εντοπίζεται στο ότι η γαλλική λογοτεχνία άντλησε στοιχεία από αυτήν. Πολλοί αξιόλογοι συγγραφείς δανείστηκαν εκφράσεις αυτής της γλώσσας, οι οποίες έμοιαζαν να αποτελούν ένα τεχνητό λεξιλόγιο, παράλληλο προς το υφιστάμενο λεξιλόγιο αλλά στην ουσία καινούργιο και μυστικό. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το Le Jargon de l’ Argot Reformé (1628) του Ollivier Cheraux και το Vocabulaire (1828 και 1836) του Vidocq, που υπήρξε το πρώτο πλήρες γλωσσάριο της argot. Από αυτό άντλησαν λέξεις και φράσεις σπουδαίοι λογοτέχνες, όπως οι: Honoré de Balzac, Victor Hugo και Eugène Sue, οι οποίοι τις εκλαΐκευσαν για να τις κατανοήσουν οι αναγνώστες των ρομαντικών μυθιστορημάτων στους οποίους απευθύνονταν. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί το περίφημο μυθιστόρημα του Victor Hugo Η Παναγία των Παρισίων, όπου μας παρέχονται σημαντικές πληροφορίες για τη γλώσσα του υποκόσμου. Μέσω αυτού μαθαίνουμε ότι σύμφωνα με ένα γαλλικό θεσμό του 17ου αιώνα το σύνολο των ομιλητών της αργκό συνέθεταν το λεγόμενο «Βασίλειο της Αργκό», το οποίο είχε το Μεγάλο Αρχηγό και τους υπαρχηγούς του.
Συνοψίζοντας, οι πολυάριθμες εκδόσεις αποδεικνύουν τις καθοριστικές επιδράσεις της γλώσσας του υποκόσμου στη ζωή όχι μόνο των ομιλητών της αλλά και γενικά όλων των μελών της γαλλικής κοινωνίας. Η δυναμική αυτών των κωδίκων επικοινωνίας πήγαζε από δύο στοιχεία: πρώτον, από τον υψηλό αριθμό των ατόμων που τους χρησιμοποιούσαν, π.χ. οι πολυάριθμοι κλέφτες που δρούσαν στο Παρίσι, εξαιτίας των συνθηκών ζωής: της φτώχιας, της μιζέριας και καταπίεσης. Δεύτερον, από τη συμβολική διάστασή τους, δεδομένου ότι εξέφραζαν την αντίθεση και σύγκρουση προς την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
β) Αγγλία και slang
Στην Αγγλία, όπως και στη Γαλλία, αναπτύχθηκε πολύ νωρίς ο προβληματισμός αναφορικά με τα συνθηματικά ιδιώματα και ειδικότερα με τη γλώσσα του υποκόσμου.
Τον 16ο αιώνα διαμορφώθηκε η αγγλική γλώσσα των εγκληματιών που έφερε την ονομασία criminal cant. Επρόκειτο για ένα καινούργιο κώδικα επικοινωνίας που χρησιμοποιούσαν οι εγκληματίες και οι απατεώνες, οι οποίοι σύχναζαν σε χαρτοπαιχτικές λέσχες, σε μπαρ και σε άλλους παρεμφερείς χώρους, όπου συχνά επιδίδονταν σε παράνομες δραστηριότητες. Σε όλα αυτά τα μέρη αναπτύχθηκε ένας ειδικός γλωσσικός κώδικας που παρείχε τη δυνατότητα στους ομιλητές να συνεννοούνται μεταξύ τους ελευθέρα, χωρίς να γίνονται κατανοητοί από τους υπόλοιπους. Μέσω αυτού του γλωσσικού κώδικα συνεπώς μπορούσαν να οργανώσουν την παράνομη δράση τους, απαλλαγμένοι από το φόβο ότι τους ακούνε οι «εχθροί». Το πιο σημαντικό στοιχείο ήταν όμως ότι η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν αποτελούσε γι’ αυτούς διακριτό στοιχείο που τους καθιστούσε μέλη μίας ομάδας. Επομένως, εξυπηρετούσε ένα διττό σκοπό: πρώτον, τη μυστική επικοινωνία και δεύτερον, την ένταξη και ενεργή συμμετοχή στην ομάδα.
Οι περισσότεροι μελετητές πρέσβευαν ότι η αγγλική γλώσσα των εγκληματιών (criminal cant) είχε λατινογενείς ρίζες ή ότι είχε στενή σχέση με τη Γαλλία. Το αξιοσημείωτο είναι ότι από τα τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπων που μιλούσαν αγγλικά, μόνο δέκα χιλιάδες –περίπου- γνώριζαν αυτό τον κώδικα επικοινωνίας, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι ήταν περιορισμένος σε συγκεκριμένους κύκλους. Αυτής της μορφής η γλωσσική επικοινωνία εξελισσόταν με αργούς ρυθμούς. Γνώρισε ιδιαίτερη «άνθιση» στη διάρκεια του 18ου αιώνα, οπότε απέκτησε νέα ονομασία, την ονομασία slang.
Ειδικότερα, στα μέσα του 18ου αιώνα έπαψε να χρησιμοποιείται ο όρος cant, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον όρο slang. Η slang όριζε το γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας όχι μόνο των εγκληματιών, όπως η cant, αλλά γενικά των περιθωριοποιημένων κοινωνικά ομάδων, δηλαδή ομάδων που είχαν τεθεί στο περιθώριο χωρίς κατ’ ανάγκην να έχουν αναπτύξει παραβατική δράση, όπως των οικονομικά ασθενών. Κατά κύριο λόγο ωστόσο προσδιόριζε τη γλώσσα των κλεφτών που δρούσαν στο Λονδίνο και την χρησιμοποιούσαν για κρυπτικούς σκοπούς. Γι’ αυτό άλλωστε σύμφωνα με μία ενδιαφέρουσα θεωρία, η λέξη slang έχει προκύψει από την ανάμειξη και βράχυνση των φράσεων: «thieve{s’ lang}uage», «beggar{s’ lang}uage», δηλαδή γλώσσα των κλεφτών και γλώσσα των ζητιάνων).
Κατά το 18ο αιώνα συνεπώς η slang προσδιόριζε το «ειδικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσαν τόσο τα μέλη των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων όσο και τα μέλη του υποκόσμου, δηλαδή από τη μεριά του κοινωνικού περιθωρίου οι ζητιάνοι και από τη μεριά του υποκόσμου οι κλέφτες, οι οποίοι ήταν πολυάριθμοι». Όσον αφορά τον κύριο λόγο για τον οποίο τα μέλη του υποκόσμου κατέφευγαν στη χρήση της slang, εντοπίζεται στην προσπάθειά τους, είτε βρίσκονταν στη φυλακή είτε στην ελεύθερη κοινωνία, να οργανώσουν αποτελεσματικά την παράνομη δραστηριότητά τους, διαφυλάττοντας τα μυστικά της επικοινωνίας από όσους δεν ανήκαν στην ομάδα τους.
Όπως ήταν αναμενόμενο, σε όλη τη διάρκεια της περιόδου οι «πνευματικοί» ταγοί, με επικεφαλής τους εκπαιδευτικούς, προσπαθούσαν να αποτρέψουν τη νεολαία από τη slang, την οποία συνέδεαν με εγκληματίες και άλλα περιθωριακά στοιχεία. Κατ’ επέκταση, όσοι την χρησιμοποιούσαν τίθενται στο κοινωνικό περιθώριο. Εν τούτοις παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονταν, Βρετανοί άποικοι διέδωσαν τη slang σε όλα εκείνα τα μέρη στα οποία είχαν εγκατασταθεί. Επιπροσθέτως, συγκεκριμένα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη διάρκεια του 18ου αιώνα συνέβαλαν στην περαιτέρω ανάπτυξη και διάδοσή της. Μεταξύ αυτών ήταν: ο Εμφύλιος Πόλεμος και το κίνημα κατάργησης της δουλείας. Αυτά τα γεγονότα άσκησαν καταλυτική επίδραση, με αποτέλεσμα να επιφέρουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στον τρόπο ζωής και σκέψης των πολιτών εκείνης της εποχής.
Μετά τα μέσα του 18ου αιώνα το περιεχόμενο του όρου slang διευρύνθηκε, με σκοπό να ορίσει το «ειδικό λεξιλόγιο επαγγελματικών τάξεων, π.χ. των τυπογράφων, των πλανόδιων εμπόρων ακόμα και των ιατρών και δικηγόρων». Στις αρχές του 19ου αιώνα, διαφοροποιήθηκε σαφώς από τη γλώσσα του υποκόσμου, καθώς πλέον προσδιόριζε κάθε «ανεπίσημη γλωσσική μορφή, αποτελούμενη από νέες λέξεις και φράσεις που έχουν ένα ειδικό νόημα». Το αξιοπρόσεκτο όμως είναι ότι εξακολουθούσε να θεωρείται «υποδεέστερος» λόγος σε σχέση με τον «επίσημο» λόγο όπως ακριβώς θεωρούσαν και τη γλώσσα του υποκόσμου.
Από το έτος 1850 ως slang ορίζεται ο «παράνομος» αλλά ταυτόχρονα και ο «καθημερινός, ανεπίσημος λόγος». Μάλιστα πραγματοποιείται ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε «καλή» (good slang) και «κακή» (bad slang). Αναμφίβολα, κανείς δεν μπορεί να χαρακτηρίσει μία γλωσσική μορφή «καλή» ή «κακή». Αυτή η διάκριση ενέχει συμβολική σημασία, γιατί αποσκοπεί στο να διαχωρίσει τα μέλη της κοινωνίας ανάλογα με το πόσο ενταγμένα ή όχι είναι στο κοινωνικό σώμα και ανάλογα με την εν γένει συμπεριφορά και δράση τους.
Το σημείο, στο οποίο πρέπει να δοθεί μεγάλη έμφαση, αφορά τις προϋποθέσεις καλλιέργειας και διάδοσης της γλώσσας του υποκόσμου στην Αγγλία σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Θεμελιακή προϋπόθεση αποτέλεσε το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα, το οποίο κατευθύνθηκε κυρίως προς το Λονδίνο. Η αθρόα μετανάστευση διαδραμάτισε αρνητικό ρόλο στη ζωή των πολιτών, εξαιτίας των δυσμενέστατων συνεπειών της, όπως ήταν η αποξένωση, αλλά και οι συνεχείς εντάσεις ανάμεσα σε μετανάστες και ντόπιους. Ταυτόχρονα, τα άτομα ήρθαν αντιμέτωπα με φανατισμό και πολλές άλλες σκληρές καταστάσεις. Όλες αυτές οι δυσκολίες προκλήθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, από τα γκέτο που είχαν δημιουργηθεί εκείνη την περίοδο, ως άμεση συνέπεια της μετανάστευσης.
Συνοψίζοντας, το γεγονός ότι η γλώσσα του υποκόσμου «άνθισε» σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο, όπως το Λονδίνο, ερμηνεύεται και επιστημονικά, καθώς έχει αποδειχθεί ότι οι αστικές περιοχές με τους μαζικούς πληθυσμούς και τη μεγαλύτερη οικονομική και τεχνολογική ανάπτυξη, παρέχουν περισσότερες «ευκαιρίες» για εκδήλωση παραβατικών συμπεριφορών, π.χ. κλοπών. Αυτό που ουσιαστικά συμβαίνει είναι ότι οι ανύπαρκτες διαπροσωπικές σχέσεις σε συνδυασμό με τη φτώχια, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, την ανεργία ή ανειδίκευτη εργασία κ.λπ. εντείνουν τις διαδικασίες της απόκλισης των ατόμων ή/και ολόκληρων ομάδων πληθυσμού. Γι’ αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι σε αστικές περιοχές με υψηλούς δείκτες εγκλήματος βρίσκουμε σε μεγάλα ποσοστά νέους μετανάστες.
Σταδιακά, άρχισε να χρησιμοποιείται στην Αγγλία ως συνώνυμο του slang, ιδίως μεταξύ των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ο όρος lingo για να ορίσει τη γλώσσα του υποκόσμου. Παράλληλα, μεταξύ των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και πρωτίστως των σοβαροφανών μελών της υψηλής κοινωνίας γνώρισε μεγάλη διάδοση ο γαλλικός όρος argot, ο οποίος δήλωνε το «ειδικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσαν τα μέλη του υποκόσμου –κατά πρώτο λόγο οι κλέφτες- και αργότερα άνθρωποι όχι του υποκόσμου αλλά χαμηλού κοινωνικού, οικονομικού και μορφωτικού επιπέδου, για μυστική επικοινωνία και συγκρότηση της συλλογικής τους ταυτότητας». Γι’ αυτό οι ορισμοί που διατυπώθηκαν εκείνη την περίοδο ταυτίζανε την argot με τη γλώσσα των κλεφτών και των λωποδυτών.
Τέλος, είναι άξιο επισημάνσεως ότι στη σύγχρονη εποχή, υπό την επίδραση των νέων συνθηκών ζωής, πρωτίστως της έκρηξης των τεχνολογιών και των μέσων μαζικής επικοινωνίας που κυριολεκτικά εισβάλλουν στην καθημερινότητα των πολιτών αλλάζοντας ριζικά τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς τους, η slang μετατρέπεται σε αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας. Τα άτομα και κατά πρώτο λόγο οι νέοι, καταφεύγουν στη χρήση της slang, γιατί η εποχή «απαιτεί» τρόπους έκφρασης που αποκλίνουν από τις επικρατούσες αντιλήψεις και προσαρμόζονται στις επιταγές των Μ.Μ.Ε. τα οποία επιβάλλουν τη λογική του «infotainment», δηλαδή ενός συνδυασμού ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, με μεγαλύτερη έμφαση στην ψυχαγωγία.
Όσον αφορά καθαρά το γλωσσικό της περιεχόμενο, η slang σήμερα καλύπτει και τις τρεις προαναφερθείσες περιοχές. Όπως ισχυρίζονται οι γλωσσολόγοι, μπορεί να μην είναι κάθε ανεπίσημης μορφής λόγος slang αλλά η slang είναι πάντα «ανεπίσημη», με την έννοια ότι αποκλίνει από τους κανόνες που διέπουν τη θεσμικά καθιερωμένη γλώσσα.
γ) Η.Π.Α. και cant
Στις Η.Π.Α. η γλώσσα του υποκόσμου φέρει το όνομα cant. Η προέλευση του όρου έχει προβληματίσει τους μελετητές. Βάσει όσων στοιχείων έχουμε στη διάθεσή μας, προέρχεται από το λατινικό cantare που σημαίνει τραγουδάω. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει τον «παραπονιάρικο/κλαψιάρικο τραγουδιστό λόγο των ζητιάνων» και αργότερα το «ειδικό γλωσσικό κώδικα των ζητιάνων ή αθίγγανων».
Βασικό χαρακτηριστικό της είναι ότι μέχρι τον Εμφύλιο Πόλεμο δομείται στην αντίστοιχη αγγλική γλώσσα του υποκόσμου, με έντονη αυστραλιανή επίδραση στην περιοχή της Καλιφόρνιας. Η στενή σχέση ανάμεσα στους δύο γλωσσικούς κώδικες προκαλεί ορισμένα ερωτηματικά, έχει όμως ιστορική βάση. Αναλυτικότερα, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1830 ένας πολύ υψηλός αριθμός καθ’ έξιν εγκληματιών εκδιώχθηκε από το Λονδίνο, ύστερα από νομοθετική ρύθμιση του Sir Robert Peel, ο οποίος είχε συγκροτήσει την Μητροπολιτική Αστυνομία (1829) –την περίφημη Scotland Yard-. Τότε, πολλοί από αυτούς εγκληματίες, για να ξεφύγουν από τον κίνδυνο, μετανάστευσαν στις Η.Π.Α. Η κατάσταση επιδεινώθηκε τη δεκαετία του 1850, όταν κατέφυγαν στις Η.Π.Α. κατάδικοι που είχαν δραπετεύσει, καθώς και φυλακισμένοι από την Αυστραλία που είχαν πάρει προσωρινό αποφυλακιστήριο (υπό όρους). Όλες αυτές οι ομάδες των κακοποιών ήρθαν σε επαφή και ενίσχυσαν τη δύναμή τους. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο προέκυψε η ανάγκη να δημιουργήσουν ένα δικό τους γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας, δεδομένου ότι έπρεπε να καλύψουν την παράνομη δράση τους.
Το αξιοσημείωτο ωστόσο είναι ότι δεν έπλασαν ένα νέο κώδικα αλλά δανείστηκαν το γλωσσικό κώδικα που χρησιμοποιούσαν οι ομοϊδεάτες τους. Με άλλα λόγια, η συνύπαρξη του αμερικανικού υποκόσμου με τον υπόκοσμο του Λονδίνου είχε ως αποτέλεσμα να δανειστούν τα μέλη του πρώτου εκφράσεις της αγγλικής slang.
Αναμφίβολα, κατ’ αναλογία με την Αγγλία, στις Η.Π.Α. το μεταναστευτικό κύμα στις μεγαλουπόλεις –και πρωτίστως στη Ν. Υόρκη- ήταν ο καθοριστικός παράγων για την ανάπτυξη και διάδοση της γλώσσας του υποκόσμου στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Η αμερικανική cant διαμορφώθηκε και αναδιαμορφώθηκε υπό την επίδραση των διαφορετικών πολιτισμών που ήρθαν σε επαφή. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την τεράστια έκρηξη των τεχνολογιών στο πλαίσιο της νεότερης εποχής, οδήγησαν στη δημιουργία ενός ευρέος φάσματος slang: από τις Street/Drug Slang (slang του δρόμου/των τοξικομανών) μέχρι τις African-American Slang (αφρο-αμερικάνικες slang).
Σήμερα στις Η.Π.Α. η cant ορίζεται, κατά κανόνα, ως «το ειδικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν άτομα που ανήκουν στο κοινωνικό περιθώριο και τα οποία μπορεί να αναπτύξουν παράνομη δραστηριότητα, όπως οι κλέφτες». Σύμφωνα, τέλος, με μία θεωρία διακρίνεται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: των εγκληματιών, των αλητών και των ιερόδουλων. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι αυτές οι ομάδες χρησιμοποιούν σε μεγάλη έκταση συνθηματικούς κώδικες επικοινωνίας. Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο αλλά πηγάζει από την ανάγκη τους να διαφοροποιηθούν από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και να καλύψουν τη δραστηριότητά τους, εφόσον βρίσκονται στο περιθώριο της κοινωνίας. Πρόκειται για τρεις γλωσσικές μορφές που διαφοροποιούνται μεταξύ τους αλλά, όταν μέλη τους συναντώνται, ο ένας καταλαβαίνει τη γλώσσα του άλλου τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό, διότι αρκετές λέξεις και φράσεις τους είναι κοινές.
Συνοψίζοντας, η τελική διαπίστωση από τα τρία άρθρα που παρουσιάσαμε στο postmodern σχετικά με τα γλωσσικά ζητήματα αφορά την τεράστια δύναμη της γλώσσας. Ο κάθε γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας (γλώσσα των νέων, γλώσσα του στρατού, γλώσσα της φυλακής που αποτέλεσε το αντικείμενο της διατριβής μου, κ.λπ.) εκφράζουν βαθύτερες σκέψεις, συναισθήματα, ιδέες και γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ να απαξιώνουμε αυτές τις ιδιαίτερες γλώσσες. Αντίθετα, αξίζει να αναζητήσουμε το συμβολικό επίπεδο στο οποίο λειτουργούν και να αναδείξουμε τις κύριες πτυχές τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
P. Augé, επιμ, Larousse du XXe Siècle, τόμ. 1., Paris: Larousse, 1928.
L.J. Calvet, L’ Argot en 20 Leçons, Paris: Payot & Rivages, 1993.
G.Esnault, Dictionnaire Historique des Argots Français, Paris: Larousse, 1965.
H.L. Mencken, The American Language, 4η έκδ., N. York: Alfred A. Knopf, 2003.
E. Partridge, A Dictionary of Slang and Unconventional English, 8η έκδ., London: Routledge, 2002.
J.Ayto, J. Simpson, επιμ, Oxford English Dictionary, Oxford: Oxford University Press, 1992.
I.L. Allen, L. Allen, «Slang: Sociology» στο R. Mesthrie (επιμ), Concise Encyclopedia of Sociolinguistics, Amsterdam: Elsevier, 2001.
M.E. Wolfgang, F. Ferracuti, Η Υποκουλτούρα της Βίας, μτφ. Φ. Μηλιώνη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1995.
J.Stein, επιμ, The Random House Dictionary of the English Language, N. York: The Unabridged Edition, 1966.
J.A. Murray, H. Brandley, W.A. Craigie, C.T. Onios, επιμ, Oxford English Dictionary, Oxford: Clarendon Press, 1933.
B. Evans, C. Evans, επιμ, A Dictionary of Contemporary American Usage, N. York: Random House, 1957.
W. Morris, επιμ, The American Dictionary of the English Language, Boston: Houghton Mifflin Company, 1969.


Latest posts by Αγγελική Καρδαρά (see all)
- Έγκλημα στα Γλυκά Νερά και σκηνοθεσία στον τόπο του εγκλήματος (crimestaging) - February 22, 2023
- Έγκλημα στα Γλυκά Νερά και μιντιακές απεικονίσεις: μία ερευνητική προσέγγιση του Crime & MediaLab (ΚΕ.Μ.Ε.) - January 12, 2023
- Κακοποίηση ζώων συντροφιάς και άγριας ζωής στην Κύπρο και οι μιντιακές απεικονίσεις υποθέσεων - November 2, 2022