Από την αγροτική ζωή της Ηπείρου: η αχλαδιά, τα σταφύλια και ο άρπαγας δραγάτης

του Αποστόλη Δ.Καλαντζή.

Ήπειρος. Φτωχή και άγονη η πατρώα γη. Το έδαφος αχαμνό και το χώμα λιγοστό. Άντε να προκόψουν σπορές και οπωρικά… Γεωργοκτηνοτροφική η κοινωνία του χωριού μας. Προκαθορισμένη και η μοίρα των κατοίκων. Η γκλίτσα και το τσαπί, τα σύνεργα της επιβίωσης. Τα δέντρα με τους καρπούς τους αποτελούσαν το συμπλήρωμα της διατροφής μας. Εμείς, τα παιδιά, με οδηγό την πείνα, ορμούσαμε σε κάθε τι φαγώσιμο… Αχλάδια, σύκα, σταφύλια, σκόρδα… Αλλά δεν ήταν λίγοι και οι μεγάλοι που, σαν δεν τους έβλεπε κανείς, άπλωναν χέρι σε ξένα δέντρα…

H Αχλαδιά

Σαν έκλεισε το σχολείο, ο θείος μου, αδερφός του πατέρα μου, μου πρότεινε μια μέρα να πάω για να φυλάξω τα γκόρτσα του και θα τα μοιραζόμαστε. (Γκορτσιές λέγαμε τις αχλαδιές στο χωριό). Είχε μια αχλαδιά με τις περίφημες κοντούλες στο χωράφι του. Ήταν τόσο φορτωμένη που τα αχλάδια ήταν περισσότερα από τα φύλλα. Δέχτηκα αμέσως, πρώτον γιατί θα απέφευγα την ενασχόλησή μου με τα αρνιά και τα κατσίκια και δεύτερον γιατί θα απολάμβανα την ελευθερία μου. Όλη μέρα κάτω από την αχλαδιά και μόλις νύχτωνε έπαιρνα το χράμι μου και πήγαινα στον μπάρμπα-Κώστα μαζί με άλλα παιδιά, που κι αυτά φύλαγαν τις γκορτσιές τους, για να κοιμηθούμε γύρω του με ασφάλεια. Την άλλη μέρα το πρωί πάλι στη θέση μας.

Ο μπάρμπα-Κώστας ήταν ένα καλοσυνάτος άνθρωπος και κάθε βράδυ μας ξενυχτούσε με τα αστεία του και με τις ατέλειωτες ιστορίες του. Εμείς παρακολουθούσαμε με το στόμα ανοιχτό και τον προτρέπαμε «και μετά μπάρμπα-Κώστα… ».

Ένα πρωί γυρίζοντας στο πόστο μου αντίκρισα ένα απογοητευτικό θέαμα. Η γκορτσιά είχε λεηλατηθεί και οι επιδρομείς δεν άφησαν ούτε ένα αχλάδι παρά μόνο κομμένα κλαδιά και φύλλα κατά γης. Απογοητευμένος και οργισμένος γύρισα στο χωριό και κλαίγοντας ανέφερα τα καθέκαστα στη μάνα μου. Εκείνη που ποτέ δεν κακολογούσε άνθρωπο, μου είπε: «Ας το’ βρουν απ’το Θεό». Ο δε θείος μου, μου είπε: « Μη στενοχωριέσαι, η σεμπριά μας (συνεταιρισμός) απέτυχε… εδώ φαλίρουν επιχειρήσεις».

Οι… αμπελοφύλακες και ο αγριο-φύλακας.

Μετά το δεκαπενταύγουστο είχαμε άλλη αποστολή. Έπρεπε κι εδώ, όπως και με τα γκόρτσα, να προφυλάξουμε τα σταφύλια από τους επίδοξους επιδρομείς. Την εποχή αυτή, λοιπόν, η περιοχή γέμιζε από λιλιπούτιους αμπελοφύλακες. Εγώ με το Λεωνίδα που τ’ αμπέλια μας συνόρευαν, είχαμε στήσει το… στρατηγείο μας στο «ντούσκο». Ήταν ένα τεράστιο δέντρο στην άκρη του αμπελιού μας. Ψηλά στα κλαδιά του δέντρου στήσαμε τη δραγατσούρα. Ένα πρόχειρο κρεβάτι φτιαγμένο από τα κλαδιά του τούσκου κι απ εκεί κατοπτεύαμε όλη τη γύρω περιοχή. Στη μέση του αμπελιού, εκεί που είχε πέσει πολύ φουσκί, τα κλήματα ήταν μεγάλα. Τα σταφύλια τεράστια κρέμονταν σα μικρά παιδόπουλα που πιασμένα από τα κλαδιά έκαναν μονόζυγο. Ένα μεσημέρι πέρασε ο δραγάτης.
– Τι κάνετε εδώ ωρέ πουτσαράδες… μας είπε.
Εμείς γελάσαμε αμήχανα για την ανδροπρεπή αυτή προσφώνηση και ικανοποιημένοι ότι επιτέλους δείχναμε… άντρες. Το μουστάκι μας είχε αρχίσει να ιδρώνει και μας ήταν αρκετό που και οι άλλοι το πρόσεχαν.
Αποδώσαμε την επίσκεψη στην υποχρέωσή του να επιτηρεί τις καλλιέργειες της περιοχής. Εκείνος όμως, ως φαίνεται, είχε κι άλλο σκοπό. Σταμπάριζε τα γινωμένα σταφύλια και τη νύχτα ξαλάφρωνε τα κλήματα από το βάρος τους. Όχι τίποτα άλλο, αλλά για να μη παρογουρμάσουν και πάνε χαμένα.

Το βράδυ κοιμηθήκαμε στη ρίζα του ντούσκου και χαμπάρι δεν πήραμε από τη νυχτερινή επιδρομή. Το πρωί είδαμε τα συγκεκριμένα κλήματα άδεια. Ατύχησαν και τα σταφύλια, ατύχησαν και οι γονείς μας για τη φύλαξη του αμπελιού. Γιατί οι μεν… αμπελοφύλακες, αντί για άγρυπνοι φρουροί αποδείχτηκαν νυσταλέοι, ο δε εκπρόσωπος του νόμου από φύλακας των αγρών απεδείχθη άγριο – φύλακας.

Τι τ’ βζά΄νς (βυζαίνεις) μωρέ!

Αύγουστος μήνας. Η μάνα έστειλε την αδερφή μου κι εμένα να σκαλίσουμε τα καλαμπόκια στο χωράφι. Εγώ, άμαθος καθώς ήμουν, έβαζα την τσάπα αντιστήριγμα στο στήθος και καθόοοομουν.

– Σκάλ΄σε μωρέ, τι τ’ β’ζάν’ς τ’ν τσάπα! μου έλεγε η αδερφή μου.
– Δε μπορώ, με πονάει η μέσ’, της αποκρινόμουν.
– Θα σκαλί’εις ή θα σ’ φέρω τ’ν τσάπα στο κεφάλ’, με απείλησε.

Άρχισα τότε να σκαλίζω γρήγορα και άτσαλα καταστρέφοντας καλαμπόκια, φασόλια, ρεβίθια κι ότι άλλο είχε το χωράφι.
-Σταμάτα μωρέ σκασμένο, σακάτεψες τ’ς ρόκες όλες, απάντησε οργισμένη εκείνη.

Άλλο που δεν ήθελα. Πέταξα την τσάπα κι έτρεξα να ξαπλώσω στον ίσκιο της γκορτσιάς. Ας έλειπε τέτοιο βόηθειο. Την είχα σκάσει.

Από φύλακας … άρπαγας.

Εκεί που σκαλίζαμε, ανακαλύψαμε ανάμεσα από τα καλαμπόκια μια πεπονιά και δυο ντοματιές. Η χαρά μας απερίγραπτη. Για να τις προστατέψουμε από τ’ αδιάκριτα βλέμματα των περαστικών τους κάναμε παραλλαγή, τις καλύψαμε με φτέρες. Τις περιποιούμαστε τακτικά και κάθε δεύτερη μέρα τις ποτίζαμε με το παγούρι. Το κρατήσαμε μυστικό από τη μάνα που παραξενεύτηκε με την προθυμία μας για το καθημερινό σκάλισμα. Το απέδωσε περισσότερο σαν παιγνίδι παρά σε ζήλο για εργασία. Μετά από κάμποσες μέρες δυο μικρά πεπονάκια ίσαμε πορτοκάλια όρθωναν προκλητικά το μπόι τους. Τα λέγαμε και κορασίδια, ίσως γιατί έμοιαζαν με άγουρα στήθια μικρών κοριτσιών (κορασίδων).

Οι ντομάτες άρχισαν να κοκκινίζουν κι αυτές. Κάναμε όνειρα και υπομονή για τη… μεγάλη μέρα. Ορίσαμε και ημερομηνία. Τον δεκαπενταύγουστο, τη γιορτή της Παναγίας. Θα κόβαμε, λέει, τα πεπονάκια, θα τρώγαμε το ένα στο χωράφι για ν’ απολαύσουμε τον κόπο μας και το άλλο μαζί με τις ντομάτες θα το πηγαίναμε στο σπίτι να φάνε και οι άλλοι για να γευτούν κι αυτοί τη γλύκα και τη δροσιά του.

Κόντευαν οι μέρες για το… μεγάλο τσιμπούσι. Παραμονή δεκαπενταύγουστου. Περάσαμε κι εκείνο το πρωινό να ρίξουμε μια ματιά και να προετοιμάσουμε την κοιλιά μας για το μεγάλο… φαγοπότι.

Αλίμονο! Βρήκαμε τον κρυψώνα μας χαλασμένο και το… μποστάνι μας λεηλατημένο. Ο αγροφύλακας μας είχε προλάβει. Ποτέ μας δεν νιώσαμε μεγαλύτερη πίκρα και αγανάκτηση και ποτέ δεν ξεχείλισε τόση οργή γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Ο αθεόφοβος είχε σκοτώσει τα παιδικά όνειρα 30 ολόκληρων ημερών.

Από φύλακας, άρπαγας.
Άξιος ο μισθός του.

Φωτογραφία ανάρτησης: Zoi Koraki @flickr.

The following two tabs change content below.
Αστική ζωή, ιστορία, πρόσωπα, πολιτισμός, αφορμές για επανατοποθετήσεις και καταβυθίσεις στην ανθρώπινη σκέψη. Αναρτήσεις σε περιβάλλον Creative Commons 4, που απαγορεύει την εμπορική τους χρήση, αλλά επιτρέπει την ακέραιη αναπαραγωγή τους με αναφορές στον συντάκτη και την ιστοσελίδα.

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts