Επαγγέλματα του χάθηκαν: Οι καλαντζήδες της Ηπείρου

του Αποστόλη Δ.Καλαντή. 

Ήπειρος. Φτωχή και άγονη η πατρώα γη. Το έδαφος αχαμνό και το χώμα λιγοστό. Άντε να προκόψουν σπορές και οπωρικά. Όπου και ν’ αγναντέψεις το βλέμμα σου, σκοντάφτει σε τιτάνιους όγκους βουνών με σκληρούς γρανιτένιους βράχους. Προκαθορισμένη και η μοίρα των κατοίκων της. Πήραν την πέτρα, το μόνο άφθονο στοιχείο που διαθέτει ο τόπος τους, τη σμίλεψαν και την έκαναν τέχνη. Και όσοι δεν τα κατάφερναν με το σφυρί και το καλέμι, δεν απέμενε τίποτε άλλο από τις δυο πατροπαράδοτες ενασχολήσεις. Του τσοπάνη και του σκαφτιά. Η γκλίτσα και το τσαπί τα σύνεργα της επιβίωσης. Οι γονείς μας αυτά κληρονόμησαν από τους πατεράδες τους, έζησαν μ’ αυτά, τα κληρονόμησαν και σε μας.  Η φαμίλια μεγάλη και τα παιδιά πολλά. Λιγοστά τα χωράφια και το κοπάδι μικρό. Το καλαμπόκι και το γάλα δεν έφταναν για να τους θρέψουν όλους. Απαντοχή τους να μάθουν μια τέχνη.

Δύο ήταν τα τοπικά παραδοσιακά επαγγέλματα της Ηπείρου. Του καλαντζή και του χτίστη. Τα επαγγέλματα αυτά ασκούνταν και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδας. Η Μέκκα όμως των μαστόρων και των καλαντζήδων ήταν η Ήπειρος. Για μεν το πλήθος των χτιστών υπάρχει μια πειστική εξήγηση. Άγονη και απρόσιτη καθώς είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μας, το μόνο υλικό που αφθονεί είναι η πέτρα. Ήταν επόμενο οι κάτοικοί της ν’ ασχοληθούν μ’ αυτή.

Οι καλαντζήδες όμως; Τι ήταν αυτό που προσήλκυε τόσους πολλούς στο επάγγελμα; Το μόνο που μπορεί να υποθέσει κανείς είναι ότι με ένα μικρό καπιτάλι (κεφάλαιο) – δε χρειαζόταν παρά λίγα σύνεργα για την άσκησή του –  και ευκολομάθητο καθώς ήταν, αποτελούσε το αποκούμπι των φτωχών.

Το επάγγελμα του γανωτή ή γανωματή ή καλαϊτζή είναι από τα πιο παλιά επαγγέλματα. Πολλοί τοποθετούν την ύπαρξή του ακόμη και στα βυζαντινά χρόνια. Ήταν μια δουλειά δύσκολη και υπεύθυνη. Γιατί τα αγάνωτα σκεύη ήταν επικίνδυνα. Τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές για τις καθημερινές ανάγκες, κυρίως στη μαγειρική – τεντζερέδες, τηγάνια, ταψιά, τσουκάλια, κουταλοπίρουνα –   ήταν χάλκινα (μπακιρένια). Με τον καιρό, από την πολλή χρήση, οξειδώνονταν (σκούριαζαν) με κατάληξη να είναι επικίνδυνα για την υγεία. Γι’ αυτό έπρεπε να γανωθούν.

Ποιοι ήταν οι καλαντζήδες;  Πώς κυριάρχησαν στη μικρή μας κοινωνία;

Στην εγκυκλοπαίδεια Πάπυρους – Λαρούς βλέπουμε: «Γανωτής: ο έχων ως επάγγελμα το να γανώνει σκεύη δια κασσιτέρου, ο κασσιτερωτής».

Κάθε χινόπωρο από τον Οκτώβρη ως τα Χριστούγεννα, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ’50, επισκέπτονταν το χωριό μας καλαντζήδες.  Δεν ήταν τυχαία η επιλογή της εποχής. Οι δουλειές των χωριανών (σα να’ χαν ποτέ σωμό οι δουλειές των ξωμάχων, για να παραφράσουμε και λίγο τον Παπαδιαμάντη) λιγόστευαν. Μετά από ένα εξαντλητικό οχτάμηνο, Μάρτης – Οκτώβρης, εξωτερικών κυρίως ασχολιών (όργωμα, σπορά, μάζεμα χορταριών, θέρισμα, αλώνισμα, σκάλισμα, μάζεμα καλαμποκιού κλπ), τώρα περιορίζονταν στη φροντίδα των ζώων και στην αποθεματοποίηση κάποιων προμηθειών (ξύλα, αλεύρι) για το χειμώνα.

Οι καλαντζήδες ήξεραν πολύ καλά ότι αυτή την εποχή θα πετύχουν τους χωριανούς στα σπίτια τους. Τον ερχομό τους πρόδινε η γνώριμη μακρόσυρτη διαπεραστική φωνή.

-Καλντζηηής… Χαλκώματα γανώνωωω…

Η φωνή έβγαινε περισσότερο από τη μύτη παρά από το στόμα. Βέβαια δεν ξεχώριζες καλά τι έλεγε, αλλά όλοι καταλάβαιναν ότι ήρθαν στο χωριό καλαντζήδες. Ολιγάριθμες παρέες δυο μαστόροι και ο βοηθός. Λιπόσαρκες  μορφές, μ’ ένα τεράστιο δισάκι (σύστημα από δυο σάκους, ταγάρια) στον ώμο περιέρχονταν όλα τα σπίτια του χωριού για να μαζέψουν χαλκώματα.

Δεν τους είχαμε σε υπόληψη τους καλοκάγαθους και συμπαθητικούς αυτούς επαγγελματίες. Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που έκανε τους χωριανούς να τους βλέπουν με περιφρόνηση. Ίσως η κακόθωρη και καταγανωμένη όψη τους. Ίσως, ακόμα, η κακή, ρακένδυτη πολλές φορές, εμφάνισή τους. Σακάκι και πανταλόνι με απανωτά μπαλώματα στους αγκώνες και στα γόνατα, και όχι σπάνια, δύο τρύπες ίσα με δυο μεγάλα πορτοκάλια στόλιζαν τον κώλο τους.

-Ξέρετε, λοιπόν, γιατί είναι τρύπιος ου κώλους τ’ καλαντζή;
Έλεγε ο μακαρίτης ο μπάρμπα-Κώστας. Κι απαντούσε μόνος του.
-Από τ’ς κανουνιές.  Πιάστηκαν οι δυο μεγάλες δυνάμεις, λοιπόν, τα φασούλια με τα ρεβίθια κι έγινε, λοιπόν, χαμός.  Ούτε στ’ Αλβανικό μέτωπο, λοιπόν, δεν έπεσαν τόσες κανονιές… Σε κάθε φράση επαναλάμβανε το «λοιπόν» ο καλοσυνάτος και πάντα γελαστός αυτός γείτονας.

Αποτέλεσμα της προκατάληψης αυτής ήταν η σχεδόν κακή και υποτιμητική συμπεριφορά απέναντί τους. Κανένας χωριανός δεν έβαζε καλαντζή στο σπίτι του. Κάποιο καλύβι και πάντα με συγκατάβαση παραχωρούνταν για την εγκατάστασή τους.

Εντελώς αντίθετη, απ’ αυτή των καλαντζήδων ήταν η συμπεριφορά των χωριανών στους ραφτάδες. Το ράφτη οι χωριανοί πάντα τον καλούσαν στο σπίτι, ενώ το κονάκι του καλαντζή ήταν ο αχυρώνας. Ο ράφτης έτρωγε κότα, αυγά τυρί και άλλα φαγητά που ο φουκαράς ο καλαντζής ούτε στον ύπνο του δεν τα’χε ονειρευτεί.

Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω ανέκδοτο που συχνά έλεγαν οι μεγαλύτεροι. Όταν κάποια γειτόνισσα ζήτησε λίγο τυρί δανεικό, η νοικοκυρά της απάντησε:

-Δεν έχω γειτόνισσα. Ένα σβόλο μόνο στον πάτο από τον κώλο, το φ’ λάω για το ράφτ… το τυρί τότε το έβαζαν στα ασκιά.

Το εργαστήρι του καλαντζή ήταν ο αχυρώνας. Στη μέση της καλύβας ανοίγονταν μια λακκούβα για τη φωτιά. Γύρω στους τοίχους κρέμονταν τα σύνεργα. Εκείνο που έκανε εντύπωση σε μας τα παιδιά ήταν το τρίψιμο των χαλκωμάτων. Ο βοηθός έβαζε στο ταψί λίγο άμμο κι ένα πατσαβούρι. Πατούσε πάνω, με ρυθμικές κινήσεις στριφογύριζε και το χάλκωμα τρίβονταν. Εμείς βλέπαμε από την πόρτα τον πισινό του να κάνει παλινδρομικές κινήσεις βάζαμε τα γέλια και φωνάζαμε.

-Κοίτα ου κώλους τ’ καλαντζή γυρίζ σα σβούρα.
Τότε όλο και κάποιος τέντζερης έρχονταν ξωπίσω μας.

Προέκταση της στάσης αυτής των χωριανών απέναντι στους καλαντζήδες ήταν και η τροφοδοσία τους. Ποτέ δεν τους έπαιρναν στο σπίτι για φαγητό, λες και είχαν κάποια κολλητική αρρώστια. Το φαγητό το’ στελναν με κάνα λιανοπαίδι στον αχυρώνα και σχεδόν πάντα ήταν όσπρια. Τα φασούλια ήταν στην ημερήσια διάταξη. Κρατούσαν τα πρωτεία. Ακολουθούσαν οι φακές, τα ρεβίθια και αραιά και που λίγο τυρί ή κανένα αυγό. Η πληρωμή γίνονταν συνήθως με καλαμπόκι.

Παρ’ όλα αυτά μας ήταν απαραίτητοι. Πολλές φορές έσωζαν ανθρώπους από βέβαιο θάνατο που προκαλούνταν από τα αγάνωτα σκεύη. Πάντως κάθε Φθινόπωρο πάντα τους περιμέναμε.

Ο προπαππούς μου ήταν καλαντζής. Εξ ου και το επίθετό μου.

The following two tabs change content below.
Αστική ζωή, ιστορία, πρόσωπα, πολιτισμός, αφορμές για επανατοποθετήσεις και καταβυθίσεις στην ανθρώπινη σκέψη. Αναρτήσεις σε περιβάλλον Creative Commons 4, που απαγορεύει την εμπορική τους χρήση, αλλά επιτρέπει την ακέραιη αναπαραγωγή τους με αναφορές στον συντάκτη και την ιστοσελίδα.

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts