Στη λάσπη της Ειδομένης χορεύουν σαπουνόφουσκες

0

Στην Ειδομένη βρέθηκα κρατώντας μια φωτογραφική μηχανή. Μεγάλη, μη διακριτική, ικανή να σε φέρει σε εξαιρετικά άβολη θέση, καθώς από την αρχή «φωνάζει» ότι έρχεσαι για να αποτυπώσεις μια πραγματικότητα, δίχως να μπορείς να την αλλάξεις.   Πολλές φορές την ίδια μέρα μετάνιωσα που την κρατούσα.
Έφτασα μεσημέρι με μοναδική παρότρυνση φίλων και συναδέλφων “να μην σε πιάσει το σκοτάδι”. Μάλλον το σκοτάδι πάει αγκαλιά στην οπτική τους με τον φόβο. Καθώς όμως έχω πάψει εδώ και καιρό να ακούω εκείνους που μου υποδεικνύουν τι πρέπει να φοβάμαι, ας πούμε ότι η παρότρυνση τους βρήκε τοίχο.

της Άννας Μαρινάκη

Κατάλαβα ότι πλησιάζω στην Ειδομένη από τους μικρούς πρόχειρους καταυλισμούς που ήταν στημένοι στη διαδρομή. Συνάντησα τουλάχιστον τρεις, δίπλα σε βενζινάδικα ή στη μέση του πουθενά.
Με το αυτοκίνητο η απόσταση είναι περίπου μια ώρα από τη Θεσσαλονίκη. Με τα πόδια, πρέπει να περπατήσεις 75 χιλιόμετρα. Οι περισσότεροι  είχαν μόνο τη δεύτερη επιλογή.

1

Ψιχάλιζε όταν πλησίασα και η λάσπη δυσκόλευε το περπάτημα. Οι σκηνές ήταν πρόχειρα στημένες και οι άνθρωποι προσπαθούσαν να στεγνώσουν με μικρές φωτιές κάτω από δέντρα. Περπατούσα μηχανικά, αμίλητη, μέχρι που ένας πιτσιρικάς με σκούντηξε και μου έδειξε τη μηχανή. Δεν μιλούσε αγγλικά. Μου επαναλάμβανε τη λέξη “σούρια” και, κρατώντας με από το χέρι, με οδήγησε στην καντίνα. Φαντάστηκα ότι ήθελε να πάρουμε φαγητό αλλά εκείνος μπήκε για λίγο μέσα και βγήκε με ένα πακέτο χαρτοπετσέτες. Ήθελε να σκουπίσω τη μηχανή, να μην χαλάσει από τη βροχή.

2

Πρέπει να ήταν  7-8 χρονών. Παίξαμε λίγο, είχε κι αυτό το παιχνιδάκι που βγάζει σαπουνόφουσκες στον αέρα. Τον ευχαρίστησα με τρόπο που ήξερα ότι θα καταλάβει και συνέχισα να περπατώ. Σταμάτησα μόνο όταν είδα μια μάνα με πέντε παιδιά σε μια σκηνή. Δεν μιλούσε αγγλικά αλλά αυτό δεν μας ζόρισε. Έβγαλα τα παπούτσια μου και μπήκα μαζί τους στη σκηνή.

3

Μου είπε κι αυτή “σούρια”. Κρατούσε στην αγκαλιά της ένα κορίτσι. Με τα δάχτυλα μετρήσαμε την ηλικία του. 18 μηνών ήταν το μικρότερο παιδί, εφτά το μεγαλύτερο. Μου έδειξε την καρδιά της, είπε “Γερμανία”. Ο άντρας της, φαντάστηκα. Μετά σχημάτισα με τα χέρια ένα σπίτι και μου είπε «μπουμ».  Είχε θλίψη στα μάτια και κοιτούσε συχνά στο κενό. Τα παιδιά έπαιζαν, όπως μπορούσαν, κι εκείνη τους χάριζε πότε πότε ένα χαμόγελο.

4

5

Κάποιες απομάκρυναν τη λάσπη από τις σκηνές. Δεν ξέρω πως, αλλά οι φωτιές κρατούσαν, παρά τη βροχή. Για την ακρίβεια ήταν αρκετά δυνατές για να μαγειρέψουν. Σταμάτησα σε μια γιαγιά που έφτιαχνε φαγητό για την οικογένεια. Φασόλια. Με ρώτησε αν είμαι Τουρκάλα. Της είπα «Γιουνάν». Χαμογέλασε περισσότερο και μου ζήτησε να μείνω.

6

7

Παραδίπλα γυναίκες έπλεναν ντομάτες, καθάριζαν πατάτες, άλλες έβραζαν ρύζι. Οι λιγότερο οργανωμένες, στήνονταν στις ουρές για να πάρουν πλαστικά κεσεδάκια με φαγητό, μπουκαλάκια νερό και ψωμί. Δεν θυμάμαι στιγμή που να άδειασαν αυτές οι ουρές.

10

9

Κάπου εκεί συνάντησα έναν μεσήλικα άντρα που με κουτσά στραβά αγγλικά, μου περιέγραψε τη διαδρομή από την Τουρκία: Κως, Αθήνα, Θεσσαλονίκη και περπάτημα μέχρι την Ειδομένη. Ήξερε ότι τα σύνορα είναι κλειστά, αλλά θα μείνει εδώ. “Κανείς δεν θα φύγει”, μου είπε, “όλοι αυτοί οι άνθρωπο ελπίζουν, έχουν hope”. Πρέπει να είπε τη λέξη “hope” 5- 6 φορές. Στη δική του περίπτωση, η οικογένεια έδωσε 900 ευρώ το “κεφάλι” για να έχει “hope”.

8

Περπατούσα για ώρα. Ανάμεσα σε παιδάκια που έτρωγαν πορτοκάλια, γυναίκες που προσπαθούσαν να συμμαζέψουν τις σκηνές, άντρες που κοιτούσαν ο ένας τον άλλον χωρίς να μιλάνε, αυτοκίνητα με διακριτικά από οργανώσεις που αγνοούσα. Η λέξη “hope”, στριφογύριζε στο μυαλό μου. Μία εθελόντρια γιατρός με βοήθησε να καταλάβω: «Ναι, στην αρχή είχαν χαρά και ελπίδα που γλίτωσαν από τον πόλεμο. Πίστευαν ότι θα πάνε στην Ευρώπη και θα στήσουν ξανά τις ζωές τους. Με ασφάλεια για τα παιδιά τους και για τους ίδιους. Τώρα; Η χαρά έχει τσακίσει και η ελπίδα είναι έτοιμη να σκάσει. Σαν σαπουνόφουσκα !”

Νύχτωνε σιγά σιγά.

11

The following two tabs change content below.

Άννα Μαρινάκη

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979 και… το λέει ακόμη. Απόφοιτος Παντείου Πανεπιστημίου τότε, δημοσιογράφος σήμερα, φοιτήτρια εσαεί από επιλογή. Γράφει όταν έχει κάτι να πει και φωτογραφίζει κάθε φορά που κάτι της κάνει «κλικ». Ευτυχώς συμβαίνουν και τα δύο συχνά.

Comments

comments

Related Posts

Recent Posts