Πριν από δύο μήνες, οι ηγέτες της Σαουδικής Αραβίας έλαβαν τη δραματική απόφαση να ηγηθούν ενός συνασπισμού χωρών του Κόλπου εναντίον του Κατάρ, κατηγορώντας το μικρό εμιράτο ότι υποστηρίζει περιφερειακές τρομοκρατικές ομάδες. Το Κατάρ είχε από καιρό ανταγωνιστικές σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία, αλλά η σημερινή κρίση είναι η σοβαρότερη στις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Μεταξύ των παραχωρήσεων που ζητούν οι Αραβικές χώρες από το Κατάρ, σύμφωνα με την Washington Post, είναι το κλείσιμο του ειδησεογραφικού δικτύου Al Jazeera, το οποίο χρηματοδοτείται από το εμιράτο.
Εάν οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο γνωρίζουν το Κατάρ, είναι πιθανώς εξαιτίας του Al Jazeera, του εξαγωγικού «προϊόντος» που κάνει γνωστό το κρατίδιο εδώ και παραπάνω από δύο δεκαετίες. Βρισκόμενο μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας – «σαν ένα ποντίκι που μοιράζεται ένα κλουβί με δύο κροταλίες» – το Κατάρ ήταν ένα «απομονωμένο φυτώριο μέσα στην έρημο» μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’30, όταν ανακαλύφθηκαν τεράστιες ποσότητες φυσικού αερίου στο υπέδαφός του, οι δεύτερες μεγαλύτερες στον κόσμο μετά της Ρωσίας. Τώρα το Κατάρ είναι μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου. Από το 1995, όταν ο Σέιχ Χαμάντ Μπιν Χαλίφα αλ Θάνι κατέλαβε τον έλεγχο της χώρας από τον πατέρα του, το Κατάρ προσπάθησε να διεκδικήσει την ανεξαρτησία του από τους πιεστικούς γείτονές του μέσω εκπαιδευτικών πρωτοβουλιών δυτικού τύπου και μεταρρυθμίσεων στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των επιχειρήσεων.
Ο στόχος ήταν το Κατάρ να γίνει “μια αραβική έκδοση της Ελβετίας: πλούσιο, ουδέτερο και ασφαλές”.
Η έναρξη ενός αξιόπιστου δικτύου ειδήσεων στην αραβική γλώσσα, το οποίο δεν θα ήταν ούτε ξένο ούτε κυβερνητικό, ήταν κεντρικό στοιχείο της ίδρυσης του Al Jazeera, αν και οι καχύποπτοι πάντα έσπευδαν να σημειώσουν ότι η δημοσιογραφική ανεξαρτησία είναι ζητούμενο προς απόδειξη όταν υπάρχει ένας Εμίρης να πληρώνει τους λογαριασμούς.
Το Al Jazeera δημιουργήθηκε το 1996 από τα απομεινάρια μιας αποτυχημένης προσπάθειας του BBC-Saudi να ξεκινήσει ένα κανάλι ειδήσεων στην αραβική γλώσσα. Όταν η λογοκρισία της Σαουδικής Αραβίας αποδείχθηκε απαράδεκτη για τους Βρετανούς, οι Καταριανοί μπήκαν στη μέση, προσλαμβάνοντας 120 απολυμένους δημοσιογράφους και ραδιοτηλεοπτικούς τεχνικούς του BBC, όπως και ντόπιους δημοσιογράφους, δίνοντας στο κανάλι ένα εφάπαξ δάνειο ύψους 137 εκατομμυρίων δολαρίων για να ξεκινήσει.
Μέσα σε δύο χρόνια, το Al Jazeera έγινε αγαπητό σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο για την αισθητική του αλλά κυρίως για το βήμα που έδινε σε πρόσωπα αποκλεισμένα από τη λογοκρισία των κρατικών αραβικών καναλιών, συμπεριλαμβανομένων Ισραηλινών, μελών της Χαμάς, και – μια κίνηση που εξόργισε Σαουδάραβες και Αμερικανούς- στην οργάνωση του Οσάμα Μπιν Λάντεν. Εισήγαγε στoν αραβικό κόσμο το στυλ των πάνελ, ενώ ένα από τα πιο δημοφιλή προγράμματά του φιλοξενούσε έναν γνωστό ισλαμιστή κληρικό που απαντούσε σε κλήσεις για όλα: από τις εξωσυζυγικές σχέσεις μέχρι τις βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας.
Έναν κληρικό που προκάλεσε την οργή των συντηρητικών, όταν υποστήριξε ότι το Κοράνι δεν απαγορεύει την πεολειχία.
Το Al Jazeera κατηγορήθηκε για αντι-Δυτική στάση, φιλο-Ισραηλινή, Ισλαμιστική, υπέρ Ιράκ, αντιθρησκευτική και ότι χρηματοδοτήθηκε από τη CIA. Αλλά έγινε πολύ δημοφιλές. Το 1999 άρχισε να εκπέμπει 24ωρο πρόγραμμα και ανέπτυξε δώδεκα διεθνή γραφεία που απασχολούσαν πάνω από 500 άτομα.
Μετά την 9η Νοεμβρίου το δίκτυο κέρδιζε σε κύρος αλλά αποκτούσε και εχθρούς στην κυβέρνηση του Μπους, εκπέμποντας τακτικά συνεντεύξεις με τον Μπιν Λάντεν και εικόνες αμερικανικών αεροπορικών επιθέσεων στο Αφγανιστάν, όπου αρχικά ήταν το μοναδικό δίκτυο που είχε πρόσβαση. Όταν ο Colin Powell ρώτησε τον Emir al Thani κατά τη διάρκεια επίσκεψης στην Ουάσιγκτον, εάν το Al Jazeera θα μπορούσε να «μετριάσει» την κάλυψη του πολέμου στο Αφγανιστάν, ο Εμίρης αντί να απαντήσει θετικά, δημοσιοποίησε το αίτημα στο κοινό, προκαλώντας τον θυμό του Powell.
Καθώς η υποστήριξη του αμερικανικού κοινού για τον πόλεμο άρχισε να μειώνεται, η αξιοπιστία του δικτύου αυξανόταν, αν και τα έσοδά του δεν ήταν ποτέ αντίστοιχα με την τηλεθέασή του. Ενώ το Al Jazeera αναμενόταν να είναι κερδοφόρο μέσα σε πέντε χρόνια, δεν τα κατάφερε ποτέ, καθώς οι Σαουδάραβες ασκούσαν πιέσεις στους διαφημιστές να μην το ενισχύουν. Το 2001 το Al Jazeera δανείστηκε επιπλέον 130 εκατομμύρια δολάρια από την κυβέρνηση του Κατάρ για να μείνει στη ζωή και να προετοιμαστεί για την έναρξη ενός καναλιού στην αγγλική γλώσσα.
Το Al Jazeera English βγήκε ζωντανά το 2006 με τον φιλόδοξο δημοσιογραφικό στόχο να «καλύψει τμήματα του κόσμου στα οποία οι παγκόσμιοι κολοσσοί των ειδήσεων έδιναν ελάχιστη προσοχή: Νοτιοδυτική Ασία, Υποσαχάρια Αφρική, Λατινική Αμερική και τα αστικά γκέτο στη Δύση».
Η ατζέντα του θα περιελάμβανε «τη φτώχεια και τη δυσχερή κατάσταση των μειονοτικών ομάδων, το κοινωνικό, πολιτιστικό και περιβαλλοντικό κόστος του παγκόσμιου καπιταλισμού και την εξουσιαστική πολιτική».
Το 2011, όταν ξέσπασε επανάσταση στην Τυνησία, την Αίγυπτο, τη Λιβύη και την Υεμένη, το Al Jazeera English έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος στην κάλυψη της Αραβικής Άνοιξης, προσελκύοντας πάνω από 1,6 εκατομμύρια Αμερικανούς θεατές στην ιστοσελίδα του, γεγονός που οδήγησε τη διοίκησή του να προχωρήσει σε μία ακόμα πιο φιλόδοξη επέκταση: την είσοδό του στην αμερικανική αγορά.
Το Al Jazeera America (AJAM) διήρκεσε λίγο περισσότερο από τρία χρόνια και κόστισε τουλάχιστον 2 δισεκατομμύρια δολάρια, με το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων να πηγαίνει σε ακριβές εγκαταστάσεις και τηλεοπτικές συμφωνίες διανομής που ποτέ όμως δεν κατάφεραν να σπρώξουν το κανάλι πάνω από τον θλιβερό μέσο όρο των 30.000 θεατών την ημέρα. Οι Καταριανοί ποτέ δεν κατέβαλαν προσπάθεια να καταλάβουν την αμερικανική αγορά και τους κανόνες της και ήταν κάθετα αντίθετοι να αλλάξουν το λογότυπο του καναλιού που στον μέσο αμερικανό θύμιζε Αλ Κάιντα.
Μετά από μια σειρά σκανδάλων και ανακατατάξεων του προσωπικού, όλα ήρθαν σε ένα απότομο τέλος ένα πρωί στις αρχές του 2016, όταν οι τιμές του πετρελαίου έπεφταν και οι φήμες ήθελαν τον νέο Εμίρη να ενδιαφέρεται περισσότερο για τα καθαρόαιμα άλογα του ιπποδρόμου παρά για ένα δίκτυο που θα ασχολιόταν με τους αδικημένους του αμερικανικού ονείρου…
Η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας του Al Jazeera America ήταν ότι δεν χρειαζόταν να είναι μία επικερδής επιχείρηση. Όπως το BBC, ήταν περισσότερο ένας «δημόσιος κρατικός ραδιοτηλεοπτικός φορέας» από μια ιδιωτική, εμπορική εταιρεία που στόχευε στα κέρδη. Ο Εμίρης ήταν ικανοποιημένος που αυξανόταν η επιρροή του στο διεθνές σκηνικό και ουσιαστικά δεν αναλώθηκε ποτέ στην εξεύρεση διαφημιστών. Σε αντίθεση με άλλα δίκτυα των Η.Π.Α., τα οποία συνήθως αφιερώνουν δεκαπέντε έως δεκαεπτά λεπτά διαφημίσεων ανά ώρα, το AJAM πωλούσε μόλις έξι. Αυτό το έθετε στην παράξενη πολυτελή θέση «να είναι αδιάλλακτο στις δημοσιογραφικές αρχές… μέχρι το σημείο να είναι αντι-εμπορικό», κάτι πολύ… ύποπτο για την αμερικανική λογική.
Όταν τα μεγάλα αμερικανικά δίκτυα ανταγωνίζονταν για την πρόσβαση σε διασημότητες και αποκλειστικές δηλώσεις πολιτικών, το Al Jazeera America κάλυπτε συστηματικά ζητήματα εσωτερικής φτώχειας και ανισότητας, ρατσισμού και περιβαλλοντικής αδικίας. Έστελνε δημοσιογράφους σε όλο τον κόσμο να αναζητήσουν υποεκτιμημένα θέματα. Αυτό ήταν μερικές φορές ομολογουμένως αντι-εμπορικό, αλλά κανείς άλλος δεν αφιέρωνε μεγάλα θέματα στις εκλογές στο Μπουρούντι ή στις προσφυγικές κρίσεις στη Μιανμάρ…
Αν το Κατάρ αποδεχτεί να κλείσει το Al Jazeera, θα γλιτώσει από πολλούς πονοκεφάλους αλλά θα σπάσει και μία εικοσαετή παράδοση, η οποία αξίζει να διατηρηθεί και να βελτιωθεί καθώς τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης αναζητούν τρόπο για να επιστρέψουν στη βάση τους: στην εποχή που ήταν πραγματικά η φωνή του κόσμου, χωρίς «εκπτώσεις» και πολύπλοκες εμπορικο–πολιτικές σκοπιμότητες.
*Η ανάρτηση βασίζεται στο άρθρο της Jessica Loudis, πρώην εργαζόμενης στο Al Jazeera, «What did Al Jazeera do?» που δημοσιεύτηκε στο NewRebublic.com.

