
του Αποστόλη Δ. Καλαντζή.
Όταν το σύγχρονο Ελληνικό κράτος επεκτεινόταν, η πολιτεία δεν μπορούσε να επιβάλλει τον νόμο και οι λήσταρχοι ήταν κράτος εν κράτει. Τη δεκαετία του 1920, το πρόβλημα της ληστείας στην Ελλάδα βρισκόταν στο απόγειό του. Οι λήσταρχοι που ζούσαν μακριά από τις πόλεις, έστηναν ενέδρες στους δρόμους, έκαναν απαγωγές για να λάβουν λύτρα και αμφισβητούσαν την εξουσία του οργανωμένου κράτους. Οι πιο γνωστοί λήσταρχοι της Ηπείρου ήταν οι Ρετζαίοι, οι αποκαλούμενοι και «βασιλείς της Ηπείρου», οι οποίοι λυμαίνονταν ανενόχλητοι όλη την Ήπειρο.
Οι Ρετζαίοι κατάγονταν από ένα χωριό της Ηπείρου, το Ανώγι. Το χωριό αυτό είναι ένα από τα πιο ορεινά της περιοχής, με υψόμετρο 1.200 μέτρα. Ανήκει στο νομό Πρέβεζας, κοντά στη Φιλιππιάδα, και βρίσκεται στα σύνορα των νομών Πρέβεζας, Άρτας και Ιωαννίνων. Την εποχή εκείνη, το χωρίο είχε περί τις δεκαπέντε χιλιάδες πρόβατα. Την άνοιξη του 1909, λίγα χρόνια πριν την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση της Ηπείρου στο Ελληνικό κράτος, ζωοκλέφτες δολοφονούν στο Ανώγι έναν κτηνοτρόφο, τον Κώστα Ρέτζο, πατέρα των Ρετζαίων, γιατί αυτός τους είχε καταγγείλει στις Οθωμανικές αρχές. Μετά από καιρό, ο σκελετός του βρέθηκε μέσα σε μια τρύπα όπου τον είχαν πετάξει. Έμειναν πίσω η γυναίκα του με πέντε ορφανά να βολοδέρνουν για να επιβιώσουν.
Μεγαλωμένα με φτώχια, στερήσεις και κακουχίες, τα δυο από τ’ αδέρφια, ο Γιάννης και ο Θύμιος, έβαλαν στόχο να βρουν τους φονιάδες του πατέρα τους και να πάρουν το αίμα τους πίσω. Το κίνητρο της εκδίκησης λειτούργησε σαν θρυαλλίδα μια καταιγιστικής ιστορίας για την επόμενη 20ετία, που τα δυο αδέρφια αιματοκύλισαν την ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου.
Όλα ξεκίνησαν από την εμμονή των αδελφών για εκδίκηση.
Το 1917 ο Γιάννης Ρέτζος, 21 χρονών τότε, υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στον λόχο Ερσέκας στη Βόρεια Ήπειρο. Όταν έμαθε ποίοι ήταν οι δράστες της δολοφονίας του πατέρα του, λιποτάκτησε, παίρνοντας μαζί του τον οπλισμό του, και γύρισε στο Ανώγι για να τους σκοτώσει μαζί με τον αδερφό του Θύμιο, που ήταν τρία χρόνια μικρότερος.
Στη συνέχεια, τα δυο αδέρφια βγήκαν στο βουνό και, μαζί με άλλους συντρόφους τους, μέχρι το 1924 διέπραξαν δεκάδες δολοφονίες, κλοπές και εκβιασμούς. Από τις απαγωγές που διέπραξαν οι Ρετζαίοι, απέκτησαν τεράστια χρηματικά ποσά. Με την απαγωγή του εμπόρου Φουρναρόπουλου, έλαβαν λίτρα 2.000 χρυσές λίρες, με την απαγωγή του γιου του Παναγιωτόπουλου, πήραν 4.000 χρυσές λίρες και με τον γιο του μεγαλέμπορου Μαραμένου, 1.000.000 δραχμές.
Οι Ρετζαίοι απέκτησαν δόξα και φήμη και έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των κατοίκων της Ηπείρου. Οι εφημερίδες της εποχής τους χρέωσαν 47 φόνους, ενώ η Χωροφυλακή πάνω από 80.
Η «λύτρωση» για τα δύο αδέλφια ήρθε με ένα διάταγμα της κυβέρνησης Πάγκαλου το 1924, σύμφωνα με το οποίο “όποιος ληστής σκότωνε άλλον ληστή, θα αμνηστευόταν”. Το διάταγμα αυτό είχε σκοπό να δημιουργήσει συνθήκες αλληλοεξόντωσης μεταξύ των ληστοσυμμοριών.
Οι Ρετζαίοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία για να βγουν από την παρανομία. Έτσι στην κορύφωση της «καριέρας» τους, οι αιμοβόροι ληστές κατάφεραν να προσληφθούν στη χωροφυλακή και να παίρνουν μισθό δημοσίου υπαλλήλου, ως υπερασπιστές του νόμου που συστηματικά είχαν καταπατήσει. Χρησίμευαν ως ημιεπίσημα αστυνομικά όργανα του Κράτους, παρέχοντας πληροφορίες στην αστυνομία για άλλους ληστές.
Τα δυο αδέρφια, με την αμνηστία υπογεγραμμένη, μπήκαν στα Γιάννενα σε πανηγυρικό κλίμα. Πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκε για να τους δει και μεταξύ αυτών και ο διευθυντής της Ασφάλειας Ιωαννίνων. Εγκαταστάθηκαν σ’ ένα δίπατο σπίτι, που βρισκόταν κοντά στο κτίριο της διοίκησης Χωροφυλακής, στο κέντρο της πόλης, που στο ισόγειο έμενε ο διοικητής της αστυνομίας και τα δυο αδέρφια από πάνω. Ζούσαν μια ζωή πολύ άνετη και συναναστρέφονταν με την υψηλή κοινωνία της πόλης.
Η ληστεία της Πέτρας
Οι Ρετζαίοι μπήκαν στη χωροφυλακή για να φαίνονται νόμιμοι αλλά, στην πραγματικότητα, σκοπός τους ήταν να οργανώσουν το επόμενο χτύπημά τους. Με την άνεση που απέκτησαν ως χωροφύλακες, συνεργάστηκαν με πρόσωπα κλειδιά του κρατικού μηχανισμού και κατάφεραν το μεγαλύτερο «χτύπημά» τους: την περίφημη ληστεία της Πέτρας που ονομάστηκε και «ληστεία του αιώνα».
Ξημερώματα της 13ης Ιουνίου του 1926 ένα αμάξι ξεκινάει από την Πρέβεζα με προορισμό τα Γιάννενα. Εκτός από τον οδηγό, στο αμάξι βρίσκονται ο διευθυντής της Εθνικής τράπεζας της Πρέβεζας, τρεις υπάλληλοι της τράπεζας, ένας φίλος τους επιχειρηματίας και τέσσερις οπλισμένοι χωροφύλακες. Το αμάξι ακολουθείται από ένα δεύτερο, με 5 χωροφύλακες. Κάτω από τα καθίσματα υπάρχουν σε δερμάτινες τσάντες 15 εκατομμύρια δραχμές, ήτοι, σε σημερινές τιμές, 40 εκατομμύρια ευρώ. Αν και ελάχιστοι γνώριζαν το ακριβές ποσό, όλοι διαισθάνονταν ότι είναι πολύ μεγάλο και έκαναν το ταξίδι τους αμίλητοι. Λίγο πριν φτάσουν στο χωριό Λούρος στη στροφή της Πέτρας, ακούν από μακριά έναν συνθηματικό πυροβολισμό. Μετά από λίγο, θα δουν έναν κορμό δέντρου να τους κόβει τον δρόμο. Πριν προλάβει ο οδηγός να ζητήσει οδηγίες, ένας καταιγισμός πυρών θα πέσει πάνω στο αμάξι. Θα προλάβει μόνο ένας χωροφύλακας να βγει βαριά τραυματισμένος και να κρυφτεί στα καλάμια του ποταμού Λούρου κι ένας από τους επιβάτες να επιβιώσει, καθώς καταπλακώθηκε από τους 8 νεκρούς. Οι 5 ληστές, ντυμένοι με στρατιωτικά ρούχα και με κουκούλες, θα πάρουν τις τσάντες με τα χρήματα και θα κρυφτούν στον απόκρημνο βράχο. Το δεύτερο αμάξι θα κάνει αναστροφή και θα τρέξει να ειδοποιήσει την Πρέβεζα. Η πρώτη ληστεία χρηματαποστολής ήταν γεγονός και άφησε πίσω της πολύ αίμα.
Η διαφυγή, η δίκη και η εκτέλεσή τους
Τις επόμενες ώρες στον τόπο της ληστείας έφτασαν πολυάριθμα αποσπάσματα χωροφυλακής και στρατού. Οι αρχές συνέλαβαν ως υπόπτους πάνω από 100 άτομα. Τα δυο αδέρφια, έχοντας αντιληφθεί ότι επρόκειτο να συλληφθούν, έφυγαν από τα Γιάννενα, πέρασαν στην Αλβανία και έβγαλαν, έναντι μεγάλου χρηματικού ποσού, αλβανικά διαβατήρια με διαφορετικά ονόματα. Κατόπιν έφτασαν στην Ιταλία και ύστερα από λίγες μέρες πήραν το τραίνο για τη Σερβία. Στη συνέχεια πήγαν στη Ρουμανία, όπου συνελήφθησαν αλλά κατάφεραν να δραπετεύσουν, και τελικά κατέληξαν στη Βάρνα της Βουλγαρίας, όπου παρουσιάστηκαν ως έμποροι σιτηρών και άνοιξαν γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών. Τελικά συνελήφθηκαν στη Βάρνα το Φθινόπωρο του 1928, δύο χρόνια μετά την αιματηρή ληστεία, από Έλληνες αστυνομικούς σε συνεργασία με Βούλγαρους συναδέλφους τους.
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1929 ξεκίνησε η δίκη των Ρετζαίων στο Πενταμελές Εφετείο Κέρκυρας για τη ληστεία της Πέτρας. Μαζί τους δικάστηκαν άλλα 16 άτομα. Στις 7 Οκτωβρίου η δίκη ολοκληρώθηκε και τα δυο αδέρφια μαζί με τρεις συνεργάτες τους, τον Ευάγγελο Κόκαλη, τον Κωσταντίνο Καψάλη και τον Φίλιππα Διαμάντη καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ οι υπόλοιποι σε ισόβια κάθειρξη. Τα τελευταία λόγια στον παπά που πήγε να τους παρηγορήσει ήταν:
«Δεν είμαστε κορίτσια, παπά, για να κλαίμε. Ξέραμε πάντα τι θα γίνει στο τέλος».
Στις 5 Μάρτη 1930 οι καταδικασθέντες σε θάνατο μεταφέρθηκαν, υπό δρακόντεια μέτρα της αστυνομίας, στην ορισθείσα τοποθεσία όπου και εκτελέστηκαν στις 6 το πρωί.
Αυτή ήταν η ζωή και ο θάνατος των αδίστακτων αυτών ληστών…

