
του Αποστόλη Δ.Καλαντζή.
Κατά τα σκοτεινά χρόνια της τουρκικής κατοχής, ήδη από τον 16ο αιώνα, πολλοί αξιόλογοι Έλληνες, κυρίως διανοούμενοι, διασκορπίστηκαν στους χώρους της δυτικής και ανατολικής Ευρώπης και ίδρυσαν συμπαγείς παροικίες. Τα πρόσωπα αυτά διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη των Γραμμάτων και ειδικότερα στην πνευματική Νεοελληνική Αναγέννηση, ενώ παράλληλα προετοίμασαν το έδαφος για την απελευθέρωση του Γένους.
Τα Γιάννενα προκάλεσαν την πλήρη ρήξη προς τον ελληνικό μεσαίωνα και άνοιξαν το δρόμο στον πολιτισμό. Μετέβαλαν τους οικονομικούς και εμπορικούς όρους της εθνότητας και προλείαναν το έδαφος της πολιτικής αποκαταστάσεως. Δεσπόζουσα θέση στο κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού είχε η πόλη των Ιωαννίνων με τις παροικίες των Γιαννιωτών στη Ρωσία, τη Μολδοβλαχία, την Ιταλία, την Αυστροουγγαρία και αλλού, όπου επρόκειτο να ανθίσει ένα γενικότερο αναγεννητικό κίνημα. Τέκνα του παροικιακού φαινομένου ήταν ο κορυφαίος Διδάσκαλος του Γένους Αθανάσιος Ψαλίδας και ο Ιωάννης Βηλαράς.
Στη Νεοελληνική αναγέννηση των Ιωαννίνων, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η περίοδος που κυβερνούσε τα Γιάννενα ο Αλή Πασάς. Επί των ημερών του τα Γιάννενα γνώρισαν μια πνευματική άνθιση, αποτέλεσμα της οικονομικής ευημερίας.
Ως γνωστό, ο Αλή Πασάς κυβέρνησε τα Γιάννενα για 33 ολόκληρα χρόνια, από το 1788 ως το Γενάρη του 1822 οπόταν και δολοφονήθηκε από τα στρατεύματα του Χουρσίτ Πασά. Η μάνα του Αλή ήταν η γνωστή Χάμκω. Ήταν η δεύτερη σύζυγος του Αγά του Χορμόβου Βελή και έφερε στον κόσμο ένα αρσενικό παιδί που το ονόμασαν Αλή. Η τρομερή και αδίστακτη Χάμκω, για να φέρει στην αρχηγία της φάρας το μονάκριβο γιό της, φαρμάκωσε διαδοχικά με τη βοήθεια του εραστή της Τσαούς Πρίφτη τα δυο αρσενικά του άντρα της από τον πρώτο του γάμο.
Δυο ομάδες μελετητών ασχολήθηκαν με τα έργα και τις ημέρες του Αλή Πασά. Η πρώτη με κυριότερους επικριτές τους Αραβαντινό, Λαμπρίδη, Μπουκιεβίλ και άλλους, που τον παρουσιάζουν ως ειδεχθή τύραννο, αιμοβόρο, σκληρό εκδικητικό και αδίστακτο. Σαν ένα τέρας που τον ξέρασε η κόλαση. Υπάρχουν, όμως, και μερικοί που υποστηρίζουν ότι εκτός από τη σκληρότητα και απολυταρχικότητα, υπήρχαν και μερικά πολύ θετικά στοιχεία. Την εποχή εκείνη στην Ήπειρο υπήρχε μεγάλη φτώχια και επικρατούσε αναρχία. Ο απλός λαός υπέφερε από κλεψιές, φόνους, ληστείες και λεηλασίες. Τα τουρκικά όργανα της τάξης και οι ληστοσυμμορίες κατατρομοκρατούσαν τους φτωχούς και τους χωρικούς. Στα φαινόμενα αυτά ο Αλή Πασάς έβαλε τάξη και αίσθημα ασφαλείας και ισοπολιτείας στο λαό.
Συνάζει τους μπέηδες και τους λοιπούς αναρχικούς και πλιατσικολόγους και τους ρίχνει άγριες φοβέρες.
–Σακίν, μην απαντήσω κανέναν από σας να κάνει ζορμπαλίκι, τον έφαγε το μαύρο φίδι…
Οι περισσότεροι κατάλαβαν πως ο Αλής δε χωρατεύει. Οι λιγοστοί που το πήραν αψήφιστα τους πήρε το κεφάλι. Ο πλάτανος που βρίσκονταν λίγο πιο πέρα από το Σαράϊ, «το δέντρο της δικαιοσύνης», όπως τον ονόμαζε Άγγλος περιηγητής, ήταν ο φόβος και ο τρόμος όσων αψηφούσαν τους ορισμούς του τρομερού Αλή. Η κλεψιά και η ληστεία έπρεπε να σταματήσουν.
-Δεν ξέρεις εσύ, λέγει σε κάποιον ξένο συνομιλητή του, μόνο με τον φόβο μπορείς να κυβερνήσεις τέτοιους ανθρώπους…
Εμπέδωσε το αίσθημα ασφαλείας μεταξύ των κατατρεγμένων. Οι οικονομία ανέκαμψε, τα Γιάννενα γνώρισαν πνευματική άνθηση. Η ελληνική γλώσσα έγινε επίσημη γλώσσα του νεαρού κράτους. Επικρατούσε ανεξιθρησκία γιατί ο ίδιος ο Αλή Πασάς ήταν άθρησκος. Δεν πίστευε ούτε στο Θεό των χριστιανών ούτε στο Θεό των μουσουλμάνων.
Για την απονομή δικαιοσύνης ο Αλή Πασάς διατήρησε το σύστημα της Δημογεροντίας που ίσχυε σε όλη την επικράτεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δηλαδή οι αιρετοί τοπικοί άρχοντες δίκαζαν τις αστικές διαφορές και τα ελαφρά ποινικά αδικήματα. Τα λοιπά ποινικά αδικήματα τα δίκαζε ο Κατής ή Μουλάς. Πάνω απ’ όλα, όμως, δικαστικός άρχοντας ήταν ο ίδιος ο Αλή Πασάς και στις αποφάσεις του δε χωρούσε κανένα ένδικο μέσον. Όσοι, λοιπόν, δεν εύρισκαν το δίκιο τους στη Δημογεροντία ή στον Κατή απευθύνονταν στον ίδιο τον Αλή με έγγραφη αναφορά (το αρτζούλι) ή προφορικά.
Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης αναφέρει τα εξής ενδιαφέροντα δικαστικά ανέκδοτα του τρόπου με τον οποίο ο Αλή Πασάς διερευνούσε ποινικές υποθέσεις.
« Ένας ζαγορίσιος ταξιδεμένος, γύρισε ύστερα από πολλά χρόνια στο σπιτικό του. Έφτασε με πλοίο στους Αγίους Σαράντα και από ’κει τον παράλαβε ένας αρβανίτης αγωγιάτης για να τον φέρει στο Ζαγόρι. Νύχτωσαν στο Δέλβινο και αναγκάστηκαν να διανυχτερεύσουν στο χάνι του Γιουσούφ Αγά. Τη νύχτα ο Γιουσούφ του έκλεψε το δισάκι με τους παράδες. Μόχθος και ιδρώτας εικοσάχρονης ξενιτιάς έκαναν φτερά σε μια νύχτα. Έκλαιγε και χτυπιόταν και παρακαλούσε τον Αγά να του δώσει τους παράδες. Εκείνος αρνιόταν επίμονα. Ο Ζαγορίσιος σκέφτηκε τον Κατή του Δελβίνου, μα εκείνος για να δικάσει ζητούσε μάρτυρες που δεν υπήρχαν. Απελπισμένος φεύγει για τα Γιάννενα και ξεπεζεύει στην Αυλή του Αλή. Ζήτησε ακρόαση και του είπε τον πόνο του. Ο Αλής διέταξε να του φέρουν δεμένο το Γιουσούφ στα Γιάννενα.
-Εσύ ορέ πήρες τους παράδες του Ρωμιού; τον ρώτησε ο Αλής. Ο Αγάς αρνήθηκε.
-Ψέματα Πασά μ’ λέει ο γκιαούρης… Ο Αλής στρέφεται τότε στο Ζαγορίσιο.
– Πρόσεξε καλά και πες μου. Αυτός σου πήρε τους παράδες;
– Ή αυτός ή το σπίτι του Πασά μ’, αποκρίθηκε ο δικός μας.
– Δεν του πήραμε τίποτα Βεζύρη μου και θέλει να μας πάρει στο λαιμό του… ξεφωνίζει ο Αγάς.
Ούτε ο μηνυτής, ούτε ο κατηγορούμενος διέθεταν μέσα αποδεικτικά των ισχυρισμών τους. Μα ο τετραπέρατος Αλής δε θα τα χάσει. Λέει στο Ζαγορίσιο ότι δεν μπορεί να πάρει στο λαιμό του τον Γιουσούφ και προστάζει και τους δυο τους να πάνε στα σπίτια τους και σε 90 μέρες να ξανάρθουν για να του αναφέρουν μήπως έμαθαν τίποτα για τον πραγματικό κλέφτη. Πριν φύγουν ο Αλής είπε εμπιστευτικά στους Τσοχαντάρηδες να τους ζυγίσουν χωριστά και να τους βγάλουν από διαφορετικές πόρτες, ώστε κανένας να μη πάρει είδηση για το ζύγισμα του άλλου. Βρέθηκε 52 οκάδες ο Γιουσούφ και 63 ο χριστιανός. Σε 90 ακριβώς μέρες, μηνυτής και κατηγορούμενος εμφανίστηκαν και πάλι στον Αλή. Προστάζει να τους ζυγίσουν και τους δυο μπροστά του με την ίδια ζυγαριά. Ο Αγάς νομίζοντας ότι διέφυγε τον κίνδυνο και καθώς είχε γεμάτη τη σακούλα του από το εικοσάχρονο καζάντι του Ζαγορίσιου, το ’ριξε προφανώς στο φαγοπότι και στα κέφια. Και από 52 οκάδες βρέθηκε 56,5. Αντίθετα ο δικός μας, σούρωσε από τη συμφορά που τον βρήκε και από 63 οκάδες κατέβηκε στις 57. Το ανακριτικό κόλπο του Αλή είχε πιάσει. Δε χρειαζόταν άλλη απόδειξη.
– Εσύ τα πήρες, λέει αγανακτισμένος στο Αγά.
Εκείνος τα ’χασε, ομολόγησε την κλοπή του και παρέδωσε το κλοπιμαία. Σε λίγο παρέδωσε το πνεύμα του στο γνωστό πλάτανο των Ιωαννίνων…»
Ένα ακόμα δικαστικό ανέκδοτο οφείλεται σε Κερκυραίο γιατρό ονόματι Σαλαπάντα.
«Ένας Αγάς πήγαινε από τους Φιλιάτες στα Γιάννενα. Παράμερα από το Ντερβένι, κάτω από έναν πλάτανο στον ποταμό Καλαμά, είδε έναν Ρωμιό. Μυρίστηκε παράδες και τον λήστεψε. Ο Ρωμιός κατήγγειλε τη ληστεία στον Αλή. Ο Αγάς ορκίζονταν ότι μήτε τον Ρωμιό γνωρίζει μήτε πού βρίσκεται ο πλάτανος. Μάρτυρες δεν υπήρχαν. Ο Αλής βάζει μπροστά τα ανακριτικά του τερτίπια. Λέει στο θύμα:
-Να πας στον τόπο που σε λήστεψε και να μου φέρεις τούτο το γυαλί γεμάτο νερό του Καλαμά… Και γυρίζοντας προς τον Αγά τον διατάσει.
-Σήκωσε το δεξί σου πόδι και κάτσε στο κουτσό όρθιος και ακούνητος μέχρι που να γυρίσει ο ρωμιός από τον πλάτανο…
Και τότε ο Αγάς χωρίς να υποπτευτεί πιάστηκε στο ανακριτικό δόκανο που του ’στησε ο Αλής.
-Πώς να σταθώ με τόνα πόδι, Βεζύρη μου, τόσες ώρες που θέλει τούτος να πάει στον πλάτανο και να γυρίσει;
Τα μάτια του Αλή άστραψαν. Ώστε γνώριζε καλά ο ληστής πού βρίσκονταν ο πλάτανος και πόσες ώρες χρειάζονταν το θύμα να πάει και να γυρίσει. Ο απερίσκεπτος Αγάς είχε αυτοπροδοθεί. Σε λίγο κάτω από το πυκνό φύλλωμα του γνωστού Γιαννιώτικου πλάτανου θα πληρώσει το βαρύ τίμημα για τη ληστεία που διέπραξε στον πλάτανο του Καλαμά».
του Αποστόλη Δ.Καλαντζή.
Φωτογραφία ανάρτησης: Μουσείο Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου, Νησάκι Ιωαννίνων.

