της Χριστίνας Θεοχάρη.
Δεν υπάρχει πιο δυνατή, μεταμορφωτική εποχή από το καλοκαίρι. Ούτε πιο στέρεη και στιβαρή άγκυρα ζωής από τις αυγουστιάτικες μέρες των διακοπών. Σε κρατάει ασφαλή, με σώας τα φρένας, έναν ολόκληρο χειμώνα, γεμίζοντας τις σκοτεινές νύχτες με φως. Το βιβλίο του καλοκαιριού μας, το διαβάζουμε ξανά και ξανά · οι σελίδες τσαλακώθηκαν, τσάκισαν στις γωνίες, γέμισαν λαδιές από το τουρλού, μύρισαν αντηλιακό και καρπούζι και μαρίδα τηγανητή.
Το καλοκαίρι έχει μια σχεδόν μεταφυσική χροιά στη χώρα μας. Η θάλασσα, ο ήλιος και το αλάτι θαρρείς και μετουσιώνουν την κόπωση και την απογοήτευση που έχει στεριώσει μέσα μας σαν κατακάθι από ελληνικό καφέ: πυκνό, πικρό, σκοτεινό.
Κουβαλάει μέσα του άφθονο κρύο νερό για να ξεπλύνει το κατακάθι, απλώνει στο τραπέζι της αυλής αρωματικά φρούτα, δίνει ραντεβού σε λιμάνια και εκκλησίες, ξεδιπλώνει γέλια, παρέες και γλέντια σε στενά σοκάκια, στεγνώνει γρήγορα βερμούδες και μαγιώ σε τυρκουάζ, κίτρινα, πορτοκαλιά και κόκκινα χρώματα.
Ξεπλένει τη ζωή μας την ίδια, με αφρούς και κύματα.
Ο Αύγουστος είναι το καλοκαίρι μας, αιώνες τώρα: μήνας τόσο καθαρτικός και συνάμα αναζωογονητικός. Φορτωμένος, σαν τσαμπί με ώριμη σταφίδα, γεμάτος προσδοκίες, μας οδηγεί στην αληθινή ζωή, την παλιά, εκείνη που θυμόμαστε μόνο όταν -παιδιά ακόμη- φτιάχναμε κάστρα στην άμμο κι η απογευματινή βόλτα με τα ποδήλατα κράταγε αιώνες. Άλλα τα μεγέθη, άλλες οι ώρες, πιο μεγάλες, πιο γεμάτες, έσπαγαν τα ρολόγια, σταμάταγαν τα βήματα.
Η πανέμορφη χώρα μας σταματάει κι αυτή για να πάρει ανάσα κι αφήνει ένα μεγάλο παράθυρο ορθάνοιχτο, απ’ όπου μπαίνουν μέσα -ή μάλλον μπουκάρουν με ορμή-όλα: γλάροι, χαμόγελα, σύννεφα παχιά κι ολόλευκα, σταγόνες καλοκαιρινής μπόρας, φύλλα βασιλικού, λευκά σκαλιά που ανεβαίνουν ψηλά στο μοναστήρι -ένα τάμα το καθένα τους- βύσσινο γλυκό, η πίτα του Αγίου Φανουρίου που μοσχοβολάει κανέλλα, ένα ποτήρι με ξανθό κρασί, κληματόφυλλα και σαρδέλες, η σιωπή της μεσημεριανής σιέστας, ολόγλυκες ντομάτες γεμιστές με φέτα και το φεγγαρόφως που αντανακλά στον καθρέφτη του αυτοκινήτου, καθώς διασχίζουμε τον κάμπο για να πάμε στο πανηγύρι.
Εξουσιάζει το χρόνο μας ο μήνας αυτός, σαν παντοδύναμος Ρωμαίος αυτοκράτορας που είναι.
Το καλοκαίρι μας αρχίζει κάθε χρόνο σαν ένα ταξίδι στον άγνωστο κόσμο που μας περιμένει, είτε αυτός είναι ο τόπος μας, είτε ένας άγνωστος προορισμός – μια εικόνα στην οθόνη του laptop.
Ένα ταξίδι που ξεκινάει εκεί: στο βράχο που κάτσαμε να ζεσταθούμε, τρέμοντας μέσα στην πετσέτα, μπλαβί από τις τόσες ώρες στο νερό, στο φάρο όπου δώσαμε το πρώτο μας φιλί και δεν έχει τελειώσει ακόμη, σε κάθε νησί και σε κάθε παραλία και κάθε αμμουδιά στην οποία δεν έχουμε επιστρέψει.
Γεμίζει τα κενά για την ώρα της επιστροφής στο μεγάλο Κενό…
Το θέρος, τσουνάμι που μας παρασύρει στη δίνη του, βάζει μπουγάδα στα παλιά, σκονισμένα ρούχα που πετάχτηκαν στο πάτωμα. Η μητέρα θάλασσα, μας ξεκουράζει από τις αναμνήσεις που βάρυναν σαν βότσαλα μαύρα, γέμισαν τον πάτο του ποτηριού, θολώνοντάς το, στάθηκαν σαν κόμπος στο λαιμό. Έγνοιες μακρινές και κοντινές, όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν, δειλά «όχι» και άηχα «ναι» που δεν τα ξεστομίσαμε ποτέ, χέρια που πήγαν να πιαστούν αλλά απομακρύνθηκαν. Όλα αυτά ξεπλύθηκαν – ένα βράδυ μας πήρε μόνο, όταν κάτσαμε στο δροσερό πεζούλι ή στην άκρη της προβλήτας, όσο κοιτούσαμε τ’ αστέρια. Η αιώρα μας λίκνισε, αποκοιμίζοντας τις σκέψεις που μας τρομάζουν στον καθημερινό ρόγχο της πόλης.
Τον Αύγουστο, εκείνη η ανάμνηση που μας δένει με το παρελθόν είναι ακόμη κοντά. Απλώνεις το χέρι και την πιάνεις. Το παζλ με τα κομμάτια των διακοπών αλλάζει συνέχεια, μετατρέπεται σε φύλλο από τη συκιά, αμύγδαλο χλωρό που σκάει στο στόμα, φέτα από ζυμωτό ψωμί. Το βλέπεις στα μισόκλειστα, κίτρινα μάτια της γάτας που λαγοκοιμάται στο χαλάκι της πόρτας, σ’ ένα χέρι λεπτό, δυνατό που μας γραπώνει εκείνης της μαυροφορούσας γιαγιάς που μας χαμογελάει από το κουζινάκι. Η γωνιά με το λάστιχο και το βασιλικό στο περβάζι, μοιάζει με κάδρο αναλλοίωτο, ανέπαφο. Ακέραιο.
Όλα είναι καλοκαίρι.
Ψίθυροι που σκεπάστηκαν από τα τζιτζίκια, φέτες από ζουμερό πεπόνι και καρπούζι που δεν φαγώθηκαν στην ώρα τους, θυμάρι και πικροδάφνη – φεύγουν όλα μακριά μόλις κλείσουμε τα μάτια. Κι όμως, κάθε τι στο φως του Αυγούστου γίνεται ανάγλυφο, τα χρώματα αλλάζουν, βαθαίνουν, γίνονται πιο έντονα, η μουσική αποκτά άλλο μέταλλο, ο ήχος ταξιδεύει μαζί μας για πολλές βδομάδες – είναι ο αέρας στο νησί ή το χρώμα της θάλασσας που την αλλάζει; Το ίδιο το σώμα μας αλλάζει, ανοίγει από το ιώδιο και το αλάτι για να υποδεχτεί το καλοκαίρι στα κύτταρά του. Σφίγγει, λεπταίνει, μακραίνει. Γίνεται πετσί σκληρό και συνάμα πιο εύπλαστο.
Θυμάστε τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων που ο ένας μήνας ήταν μια ολόκληρη ζωή; Ζούσαμε πολύ, αρμενίζαμε σε μέρες γεμάτες παιχνίδι, μπάνιο, γέλιο, αγκαλιές. Ακόμη υπάρχει αυτός ο Αύγουστος, ο ξεχασμένος, ο ατέλειωτος, κι ας έχει αντικατασταθεί από τον σκληρό Αύγουστο των τελευταίων ετών, τον αδυσώπητο, που εγκυμονεί την προσδοκία ενός ημερολογίου γεμάτου γκρίζες, σταχτί μέρες και δυσκολεύει όσο περνούν τα χρόνια.
Τι κρίμα. Δεν διαρκεί πια μια ολόκληρη ζωή, υπάρχει για λίγο μόνο –κάθε χρονιά και λίγο λιγότερο- κι εξαφανίζεται στο μπλε τόσο γρήγορα. Μαθαίνεις να ζεις έτσι, να συμπυκνώνεις τη ζωή σου, να μετράς τα λεπτά για ώρες και τις στιγμές για μέρες. Να περιμένεις το καλοκαίρι να σε γιατρέψει. Να κοιτάς το λευκό για μια στιγμή και να σου φαίνεται ότι απλώνεται πάνω σου, δροσερό, αμόλυντο, εξαγνιστικό, σαν εκκλησιά στην άκρη του γκρεμού. Ν’ ακούς το γέλιο της Παναγιάς ανήμερα το Δεκαπενταύγουστο να σ’ ευλογεί.
Αναζητήστε το καλοκαίρι όπου κι αν σας συναντήσει, όπου κι αν πάτε να το βρείτε, σ’ όποιο σταθμό της ζωής σας κι αν σας έχει αφήσει, ακόμη κι αν η απόδραση σταματήσει πριν την ώρα της: είναι τόσο πολύτιμο, τόσο απαραίτητο, μια πυξίδα για τους μελλοντικούς χειμώνες.
Σε κάθε πόλη και σε κάθε χώρα του κόσμου, το καλοκαίρι έχει άλλη γεύση, ξεχωριστή μυρωδιά και υφή. Ξεπερνάει τα σύνορα, αναζητώντας την ουσία, ακολουθώντας τη διαδρομή. Χαμογελάει το στόμα μας με κάθε καλοκαιρινή μπουκιά κι ανασαίνουμε βαθιά σ’ όποια ακτή κι αν μας εναποθέσει το κύμα, όποια μνήμη κι αν ανασύρει το πιάτο που βρίσκεται μπροστά μας, ζεστό, γόνιμο, γήινο, γεμάτο χρώματα.
Το Pesto Genovese με ταξιδεύει στις κυματιστές κοιλάδες τη Λιγουρίας, κοντά στη Γένοβα, ενώ η πιο ήπια και πιο απλή εκδοχή του, το Pesto Trapanese με περπατάει στα στενά σοκάκια του Έριτσε, στη Σικελία. To μοσχοβολιστό Ratatouille με φτάνει μέχρι τη Νίκαια και την Κυανή Ακτή · η λαδόπιτα με το υπέροχο ξυνοτύρι (η πηχτογυαλένια- όνομα λυρικό!) σερβίρεται καθημερινά στις ταβέρνες της δικιάς μου Σκύρου, η δροσερή Margherita από το μακρινό Μεξικό γεμίζει με χαμόγελα τα βράδια μου, η κρυστάλλινη Νήσος στα Υστέρνια της Τήνου με ξεδιψάει κάθε μεσημέρι· να και μια χορταστική μπάλα παγωτό blueberry πασαλειμμένη στα χειλάκια του, η φάβα Σαντορίνης με λιαστή ντομάτα είναι ένα ποίημα καθώς ατενίζεις το Αιγαίο από την Καλντέρα, κι από δίπλα μια σαλάτα με αγγούρι και κόλλιαντρο στην οδό Yaowarat, στη διάσημη Chinatown της μακρινής Bangkok · μα πόσο ζουμερές είναι αυτές οι γαρίδες σε κρούστα καρύδας, στο λιμάνι του Σύδνεϋ, στην Αυστραλία…
Όλα είναι καλοκαίρι. Το καλοκαίρι είναι παντού. Το συναντάμε σε κάθε ταξίδι μας. Γευστικό, αληθινό, νοερό, μελλοντικό ή παρελθοντικό.
Καλώς να φύγετε κι εσείς για το ταξιδι αυτό, όπου κι αν είστε, όποιος κι αν είναι ο Αύγουστός σας. Σας περιμένει να τον ρουφήξετε: αξέχαστος, εκρηκτικός με άρωμα μεθυστικό· κάθε μια από τις αισθήσεις σας τεντώνονται σαν χορδές για να «πιάσουν» το φως και την ακτινοβολία του.
Γευτείτε τον με κάθε αργή μπουκιά, σε κάθε απολαυστική γουλιά.
Και μη ξεχνάτε πως, ίσως, το ωραιότερο καλοκαίρι σας δεν έχει έρθει ακόμη.


Latest posts by Χριστίνα Θεοχάρη (see all)
- Αναζητώντας τη γεύση του Αυγούστου - August 10, 2016
- Η δύναμη της γεύσης: «Η ιστορία αποτελείται από μυρωδιές και γεύσεις»* - May 31, 2016