
του Αποστόλη Δ. Καλαντζή.
Αγροτοποιμενική η κοινωνία του χωριού μας. Η οικονομία στηρίζονταν στις δυο πατροπαράδοτες ενασχολήσεις: τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Μέχρι τον πόλεμο του ’40, οι χωριανοί ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με το χωράφι και το κοπάδι. Μ’ αυτά φρόντιζαν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για την επιβίωση της οικογένειας τους. Μικρός ο κλήρος. Χωράφια μικρά, πλαγιαστά τα περισσότερα, με λιγοστό και άγονο χώμα. Xρειάζονταν τιτάνια προσπάθεια για ν’ αποδώσει το εισόδημα της χρονιάς. Οι χωριανοί εναπόθεταν τις ελπίδες τους για καλή σοδειά στα κέφια του “Θεού των χωραφιών”. Αν είχε όρεξη ο μεγαλοδύναμος να δροσιστεί, άνοιγε τους κρουνούς τ’ ουρανού και το εισόδημα καλό. Αν όχι, τότε δε μάζευαν ούτε το σπόρο. Όλον τον χρόνο κυλούσε ένας αδιάκοπος αγώνας αναμόχλευσης της γης…
Η καλλιεργητική περίοδος άρχιζε τον Οκτώβρη με τις «πρωϊμιές».
Με τις πρώτες βροχές του Φθινοπώρου, γίνονταν η σπορά: σιτάρι, κριθάρι, βρώμη. Τα… σκαπτικά μηχανήματα ήταν το ησιόδειο άροτρο και η τσάπα.
Στα μέσα Απριλίου γίνονταν το βοτάνισμα. Ζιζανιοκτόνα, τα χέρια των γυναικών που με πολλή υπομονή καθάριζαν το χωράφι από τα αγριόχορτα.
Ώσπου έρχονταν ο Ιούνιος για το θέρο. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο ο λαός τους βάφτισε σε «θεριστή» και «αλωνάρη», σύμφωνα με τις αγροτικές εργασίες που εκτελούνταν τότε.
Αρχές του θεριστή ήταν σχεδόν όλα έτοιμα.
Το σιτάρι στο χωράφι έχει κιτρινίσει -αληθινό χρυσάφι- και όλο το χωριό ήταν στο πόδι για τον θερισμό.
«Θέρος-τρύγος-πόλεμος», λέει ο λαός.
Ο θέρος και ο τρύγος θέλουν ξεσηκωμό.
Για τον τρίτο, οι χωριανοί δεν ήθελαν να πουν ούτε λέξη – έλεγαν «ποτέ ξανά».
Ο θέρος ήταν η πιο βασανιστική γεωργική εργασία. Όλη μέρα κάτω από το λιοπύρι, οι γυναίκες με άσπρα τσεμπέρια και οι άντρες με ψάθινα καπέλα στο κεφάλι, και με τα δρεπάνια στο χέρι, έχυναν ποτάμια ιδρώτα για να μπει το σιτάρι στο αμπάρι. Ήξεραν ότι η δουλειά αυτή ήταν ένας από τους κρίκους της αλυσίδας του ψωμιού. Σπορά-βοτάνισμα-θέρος-αλώνισμα- άλεσμα-ψωμί. Για να ξεχνούν την κούραση, οι γυναίκες τραγουδούσαν αργά, παραπονιάρικα, και οι άνδρες μουρμουριστά, σα να τις κανοναρχούσαν το τραγούδι του θερισμού.
Ήλιε μ’ που βγαίνεις το πρωί κι αργείς να βασιλέψεις
Σε καταργιέται η εργατιά και οι ξενοδουλευτάδες …
Όταν το σιτάρι ήταν αραιό και καχεκτικό, χρειάζονταν πολλές χεριές για να γίνει το χερόβολο. Και κάθε 5-6 χερόβολα έκαναν το δεμάτι. Από κακά χερόβολα γίνονταν και κακά δεμάτια. Απ’ εκεί βγαίνει και η ρήση «κι εσύ κακό χερόβολο κι εγώ κακό δεμάτι».
Και οι χεριές γίνονταν χερόβολα και τα χερόβολα δεμάτια έτοιμα για το αλώνι.
«Σ’ κώθ’κε βάβωωω»
Αλωνάρης μήνας. Μέρες αλωνιού. Το χωριό στο πόδι. Κόντευε να νυχτώσει και τ’ άλογα είχαν βγει από τ’ αλώνι. Όλα προγραμματισμένα και με βιάση γιατί ο κίνδυνος της βροχής παραμόνευε. Αν σ’ έπιανε στ’ αλώνι καμιά απ’ εκείνες τις καλοκαιριάτικες μπόρες, που στα μέρη μας είναι πολύ συχνές, ήταν πραγματική καταστροφή.
«Δεν αδειάζω, έχω τ’ άλογα στ’ αλών’», λέει ο λαός μας για να δηλώσει την αγωνία των ξωμάχων την ώρα αυτή.
Ο άνθρωπος μπορούσε να συμβάλλει ώστε η διαδικασία του αλωνίσματος να τελειώσει γρήγορα. Για το λίχνισμα όμως, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Όλα εξαρτιόνταν από τις ορέξεις και τα καπρίτσια του Αιόλου, το θεού του ανέμου.
Κατασκήνωναν στ’ αλώνια οι χωριανοί και περίμεναν, μερικές φορές ολόκληρες μέρες, για να φυσήξει ο αέρας. Οι καλαμπουρτζήδες με σιακάδες (αστεία) και πειράγματα απάλυναν τις ατέλειωτες ώρες της απραξίας.
“Νύχτωσε για τα καλά και δεν έλεγε να φυσήξει. Ο γέροντας με τη γριά του περίμεναν”, άρχισε τη διήγησή του ο μπάρμπα-Κώστας, “οι γειτόνοι τους συμπόνεσαν και είπαν να τους βοηθήσουν…”
«Δεν πάτε μωρ’ τσιούπρες να βάλετε ένα χεράκι να τ’ αποσώσουν οι έρμοι… Έμειναν δυο κούτσουρα, ολομόναχοι στον κόσμο», είπαν στις κοπέλες τους. Τα κορίτσια τρία-τέσσερα, ξεχώρισαν με τα δικράνια τους το άχυρο από το σιτάρι και το στοίβαζαν σε σωρούς χωριστά το ένα από το άλλο, και τσίτωσαν τα καρπολόια στο σωρό με τον καρπό.
«Δεν κάθεστε, μώρ’ τσιόυπρες, μ’ να τ’ ανεμίσετε με τα γραμμένα τα χεράκια σας, γιατί μας πονάει η μέση μας», τους είπε ο γέροντας.
«Μακάρι να μπορούσαμε μπάρμπα, αλλά δε φυσάει», του αποκρίθηκαν κι ανηφόρησαν γελώντας.
«Αχ τα καημένα τα νιάτα», αναστέναξε μουρμουρίζοντας εκείνος.
Ο γέρος με τη γριά του έμειναν στ’ αλώνι αποκαμωμένοι από την κούραση και περίμεναν. Οι ώρες περνούσαν και ο αέρας δεν έλεγε να φυσήξει. Νύσταξαν τα γερόντια κι αποκοιμήθηκαν πισώκωλα στ’ άχυρα. Κατά τα μεσάνυχτα, ο γέροντας ξύπνησε από το φύσημα του αέρα.
-Ξύπνα βάβω, σκώ’θκε ο έρμος…
– Να γυρίσω γέροντα, ανακλαδίστηκε η γριά, αναπολώντας περασμένα μεγαλεία.
– Ο αέρας μωρ’ καψοβάβωωω, της έκοψε την όρεξη ο γέροντας.
– Είπα κι εγώ…, μουρμούρισε απογοητευμένη η γριά.
Γέλια και σκουντήματα κάλυπταν κάθε υπονοούμενο.
ΥΓ: Αν την εποχή εκείνη υπήρχε πανδημία, όπως σήμερα, λόγω κορονοϊού τα χωράφια θα έμεναν αθέριστα, τα αλώνια άστρωτα, τα αμπάρια άδεια και ας φύσαγε ο «έρμος» όπως έλεγε και ο γέροντας και όλοι οι κόποι τους θα πήγαινε στράφι. Αλλά και σήμερα, το εισόδημα των εργαζομένων θα υποστεί βαθιά καθίζηση και πολλοί απ’ αυτούς θα περιμένουν από τα «ψίχουλα» του ταμείου ανεργίας για να ζήσουν.
Αποστόλης Ν.Καλαντζής

